Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Μόλις οι γιανιτσάροι είχαν τελειώσει το φαγί, που τους προμηθέψαμε, κ' οι Ρούσσοι φτάνουν απάνω σε ανάβαθα καΐκια. Ούτε ένας γιανίτσαρος δε γλύτωσε. Οι Ρώσσοι δε δώσανε καμμιά προσοχή στην κατάσταση, που βρισκόμαστε! Υπάρχουν παντού χειρούργοι Γάλλοι: ένας απ' αυτούς, που ήτανε πολύ ικανός, μας φρόντισε, μας θεράπεψε.
— Να ιδούμε πώς θα γυρίση πίσου! Διέκοψεν ο ποιμήν. — Ήτανε ανάγκη για τα δέντρα, να κινδυνέψη; εξηκολούθησεν απορών ο Κομποδήμος. Εμείς έχουμε ζωντανά και δεν κάνουμε έτσι. Ξέρεις τι χιόνι έπεσε; Πού μπορεις να ξεμυτίσης! Και λαβών το πτύον, εξεχιόνισε καλά την αυλήν.
Τα είχε ξεσκολήσει αυτά ο παπάς, μα ήθελε πάλι να τη δοκιμάση. Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψη στο μάγουλο... Η παπαδιά έγεινε κόκκινη σαν τον αστακό απ' το θυμό της. Καθώς ήτανε παχειά κ' αιματώδισα, θαρρούσες πως θα σκάση. — Κάτω τα ξερά σου. Έχεις και λειτουργία αύριο, γέρο κολασμένε! — Ο Θεός είνε μεγάλος, παπαδιά. Άλλες είνε οι αμαρτίες. Η αγάπη δεν είνε κρίμα. Την έδωκε ο Θεός.
Τον ξέρανε τα χιόνια στις απάτητες κορφές, τα δέντρα τα χιλιόχρονα τον χαιρετούσανε, ταηδόνια μες στις ρεματιές τον προβοδίζανε και στακρογιάλια τασημένια τα κυματάκια του φιλούσανε τα πόδια του. Τόμορφο το βασιλόπουλο ήτανε αληθινός βασιλιάς στο βασίλειό του.
Νιοί Μεθυμνιώτες πλούσιοι, θέλοντας να περάσουν την εποχή του τρύγου με ξενομερίτικη διασκέδαση, αφού ερρίξανε στη θάλασσα ένα καΐκι και καθίσανε στο κουπί τους δούλους, περνούσανε γιαλό-γιαλό από τις εξοχές των Μιτυληνιών, που ήτανε κοντά στη θάλασσα.
Ο κόρφος δεν μας εδεχότανε, το Τσιρίγο μας έδιωχνε. Το βάλαμε κ' ημείς τραβέρσο, τρία ημερόνυχτα, με τον μέσα φλώκο μονάχα και με την μπούμα καταιβασμένη τρίγωνο. Λες κ' ήτανε κρασοβάρελο που το πετάξανε 'ς την θάλασσα κ' η θάλασσα το χτύπαε σαν αφωρισμένο. Δεν είχαμε και καπνό. Εξούσαμε τα παραπέτα με τους σουγιάδες μας κ' εφουμάραμε. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή! Να, πλυθήκαμε κομμάτι.
— Αυτή η ηθοποιός είπε στο Μαρτίνο, μου αρέσει πολύ· ομοιάζει υπερβολικά με τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, θα χαιρόμουνα πολύ αν τήνε γνώριζα. Ο Περιγουρδίνος αββάς προσεφέρθηκε να τον εισαγάγη στην ηθοποιό. Ο Αγαθούλης, αναθρεμμένος στη Γερμανία, ρώτησε, ποια ήτανε η ετικέττα και πώς φέρνονται στη Γαλλία προς τη βασίλισσα της Αγγλίας. — Κατά τις περιστάσεις, είπε ο αββάς.
Υπήρχε πολλή υπακοή στον ήχο αυτό, κι' η σχέση ξύλινου ήχου με το σιδερένιο, ήτανε σχέση του ναύτη με τον αξιωματικό. Μέσα από το βάθος του καραβιού κόχλαζαν η ηλεκτρομηχανή, και γινότανε κάτι παρόμοιο με τον ήχο χύτρας που βράζει πλούσια η φασουλάδα.
Να ζήσετε και να γεράσετε... Δεν ήξερε τι έλεγε από τη χαρά του ο Μαστρο-Γιαλής. Τα μάτια του ήτανε δακρυσμένα και τα σκούπιζε με τη μεγάλη κόκκινη μαντήλα, σαν ν' αποχαιρετούσε τα παιδιά του. — Ώρα καλή, Μοναχάκη, ώρα καλή Αθηνά! Σε λίγο, μόνο τα πανιά της «Αθηνάς» ασπρογυάλιζαν μακρυά, στον πρωινόν ήλιο.
Ο κόσμος περνούσε ακόμα, πιο λιγοστός. Άλλοι γύριζαν πάλι απ' τον περίπατό τους με βήμα αργό και κουρασμένο. Και μου φαινότανε πως όλοι με κύτταζαν και κρυφογελούσαν για την ανοησία μου, σαν να ξέρανε το κάμωμά μου. Ο ζητιάνος ήτανε ακόμα καθισμένος στη ρίζα της πιπεριάς. Μου φάνηκε πως με κύτταζε κι' αυτός και κρυφογελούσε για τη δειλία μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν