United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βασιλόπουλο, πρώτο και καλύτερο, ζώστηκε τα χρυσά του τάρματα, άφησε τους λόγγους και τις ρεματιές, σέλωσε το άσπρο τάλογό του και ξεκίνησε μπροστά απ' τα παλικάρια να σώση την όμορφη τη χώρα του, που κινδύνευε από δική του αιτία. Πήρε την ευχή του γέρου του πατέρα του, πήρε και την ευχή της γρηάς βασίλισσας, έβαλε φτερά στα πόδια του και χάθηκε σαν την αστραπή.

Οι Μικροχωρίτες, αν κι' έχουν γύρα τους άλλα ποταμάκια και ρεματιές με ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερό από τον Καλαμά.

Η όμορφη χήρα πέρασε στενά και σταυροδρόμια, πέρασε χωράφια και ρεματιές, για να φτάση στον καλό της, να τον συντροφέψη όλη τη νύχτα, να του πη τα μυστικά της αγάπης. Το φεγγάρι της έδειξε το δρόμο και την έφερε ως την πόρτα του μοναστηριού. Τα πουλιά και τα κυπαρίσσια τη γνωρίσανε από μακρυά και την καλοδέχτηκαν μ' αγάπη και ψυχοπόνια.

Τον ξέρανε τα χιόνια στις απάτητες κορφές, τα δέντρα τα χιλιόχρονα τον χαιρετούσανε, ταηδόνια μες στις ρεματιές τον προβοδίζανε και στακρογιάλια τασημένια τα κυματάκια του φιλούσανε τα πόδια του. Τόμορφο το βασιλόπουλο ήτανε αληθινός βασιλιάς στο βασίλειό του.

Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες. Διπλό μπλουμ! ακούσθηκεν άξαφνα στη ρίζα ενός βράχου και η θάλασσα έκλεισε για πάντα τα μάτια των φυγάδων. Μα σύγκαιρα άλλα μάτια αγνώτερα και λαμπρώτερα η ανατολή άνοιξεν αντίκρυ και η πλάσις αναγάλλισε. Τρέμουν ρουμπίνια στα νερά· παίζουν σμαράγδια στους κάμπους.

Φυσά και βράζει μα δεν εξατμίζει να ελαφρωθή. Βούλεταιπασχίζει και τέλος βγάνει βρύχημα την κατάρα: — Σύρε στο σαββατιανό λύκο! σύρε!.. Με τη φωνή κάπως έσπασαν τα δεσίματα όλα επήδησεν ορθός ο καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγη τον βρυκόλακα. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος.

«Άμα το ξεκάμπισα το Χωριό μου, έρριξα μια βαρυγιόματη ντουφεκιά, για να νοιώσουν οι χωριανοί, ότι «ξενιτεμένος έρχεταικι' από τον πολύν τον βρόντο τρεις φορές αχολόγησαν τα λαδώματα, οι ρεματιές και τα βουνόπλαγα.

Την άσπρη λαμπάδα της πίστης και της ανησυχίας όπως την κράτησεν η γενιά μας όλη ανάμεσα στους κόμπους των λιγνών της δαχτύλων. Το φως της ερόδισε των προγόνων μας το βυζαντινό πρόσωπο και κυνήγησε το σκοτάδι μέσ' της ρεματιές των ρυτίδων τους και στα σπήλαια των ματιών τους. Στη ρίζα βουνού μαύρου από έλατα σταυροκοπήθηκαν αυτοί μπροστά σε αθώες σβυσμένες τοιχογραφίες.

Ώστε αν είνε δυνατό σου, κάμε τούτη τη φορά, γιατί τόχω επιθυμία, να της 'δω στα φανερά. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Η πολλές, που προχωρούνε απ' τα δενδροφυτευμένα κι' απ' της ρεματιές, στα πλάγια. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Να, στην είσοδο. . ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πρέπει τούτη πλέον τη φορά να της βλέπης καθαρά, έξω αν έχης εις τα μάτια τσίμπλες, σαν τα κολοκύθια. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω της πολυτιμημένες! Μα τον Δία, ναι, αλήθεια όλα τάχουν κουκουλώση!