United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κλεφτρίνες, πλειο, κακές κλεφτρίνες, παιδάκι μ'! Τ' ακούς εσύ, όποτε έφερνε μπόρα, κι' όλες η νοικοκυράδες κι' η αργατίνες η παρακατινές, που μάζευαν της εληές στον κάμπο, εφορτώνονταν βιαστικά τα κοφίνια τους κ' έτρεχαν για το χωριό, αυτές η δυο μαυροφόρες, η Γιαρούδαινα κ' η Τούρκα, η μάνα της, έπαιρναν της κόφες τους κ' έτρεχαν για τα χωράφια! Ο λύκος στην ανεμοζάλη, πλειο....

Ουφ! κ' εκείνος· είπε ο Αριστόδημος· δε θα μ' αφήση ήσυχο επί τέλους! Τι με μέλλει εμένα για χωράφια και γεννήματα! Εγώ δε θέλω να ξέρω άλλο από τα βιβλία μου. Τ' ακούς; Τίποτ' άλλο από τα βιβλία μου!.. Η κυρά Πανώρια εκούνησε το κεφάλι απελπισμένα. Χωρίς να το θέλη, άρχιζε κ' εκείνη ν' ανησυχή για το δρόμο που ακολουθούσε ο πρωτότοκός της.

Το ρέμα του είναι σιγανό και στενά τα παράλια που λούζει. Λίγο λίγο μεγαλώνει. Η γις ποτίζεται με τα νερά του κ' οι κάμποι γεμίζουν πρασινάδα· δροσίζουνται οι ρίζες και τα δέντρα χύνουν όλα τους τα φύλλα. Αν πάτε με τον ποταμό, γρήγορα θα διήτε στο δρόμο σας σπίτια, χωράφια και ζωή. Σωρέβουνται σε μια μικρή χώρα άντρες, γυναίκες και παιδιά. Γίνεται δ ή μ ο ς· έχει τα έθιμά του και τη γλώσσα του.

Εχρειάσηκεν όμως ένας μήνας για να εύρω μουστερήδες, γιατί τότες ήθελαν όλοι χαρτιά και κανένας δεν εγύριζε να δη χωράφια.

Και μόνον οι γυναικούλες του χωριού, που δεν είχανε ξεχάσει τον τρελλό με τα μακρυά ολόξανθα μαλλιά, με το χλωμό πρόσωπο και τα βαθουλωμένα μάτια, αναστέναζαν βαθιά: «Ω! ευτυχισμένε, που είδες τον ΠροφήτηΚι' από τότε, όταν γυρίζουν οι γυναικούλες καλοκαίρι κι' άνοιξι απ' τα χωράφια και τις ακροποταμιές, γλυκομιλούν και λένε ακόμα για τον ωραίο τον Προφήτη.

—«Ψωμί! απ το βασιλιά το καρτεράτε; τα χωράφια το δίνουν το ψωμί.» — «Τα χωράφια σεις λίγοι τα κρατάτε· όσα μας μείναν τάπνιξε η βροχή, τα' καψε ο λίβας· άλλο δεν καρπίζουν· πεινούμε· γύμνια δέρνει τα κορμιά», βραχνά, βαριά χίλιες φωνές βουίζουν. «Σκορπιστήτε! μη θέλετε με βια

Αδύνατο να φανταστής, και να μη σε πάρη σαν άνεμος απέραντη θλίψη! Να ξέρης το τι είτανε κάθε λιθάρι σ' αυτά τα χωράφια, είναι μα το ναι βάσανο κι από του γκρεμισμένου αγγέλου φριχτότερα. Καλότυχος ο ζευγάς, — κι ας είναι και Τούρκος, — που ήσυχα και ξέννοιαστα οργώνει το ιερό αυτό χώμα, δίχως καν να τ' ονειρευτή πώς γίνεται να υπάρξη κ' ιεροσυλία στον κόσμο!

Έχετε δω σιμά χωράφια; Εγώ δεν σας είδα άλλην φοράν. — Τώρα γρήγορα ταγοράσαμε. — Δεν μοιάζετε για χωραφάδες, είπεν η γυνή, παρατηρούσα το μαυρισμένον πρόσωπον και τας μολυβδόχρους χείρας του Γύφτου. — Σαν τι μοιάζομε; — Φαίνεσθε σαν Ατσίγγανοι. — Ειμπορεί να είμασθε κι' όλας, εμορμύρισε δυσμενώς ο Πρωτόγυφτος. Σε πειράζει τούτο τίποτες; — Όχι. — Τότε γιατί ρωτάς;

Κι' εκεί απ' τ' Αδράστου πήρε μια κόρη, κι' είχε αρχοντικά γιομότο βιος και πλούτη, κι' είχε χωράφια 'να σωρό σταρόκαρπα με γύρω πολλές φυτιάς δεντροσειρές· και ζωντανά 'χε πλήθος, κι' είταν κι' απ' όλους τους το πιο γερό κοντάρι στ' Άργος. Μα αφτά ακουστά θαν τάχετε, αν είναι ή όχι αλήθια. 125 Έτσι τυχόντα ή άναντρο δεν έχει να με πείτε και ν' αψηφίστε ότι σας πω, με λόγο αν σας μιλήσω.

Εσύ, και αν γίνη πόλεμος και οι εχθροί εισβάλλουν, δεν πολυσκοτίζεσαι, ούτε φοβείσαι ότι θα σου θερίσουν τα χωράφια σου και θα σου καταστρέφουν τον κήπον σου και θα σου ερημώσουν τ' αμπέλια σου. Άμα ακουσθή σάλπισμα, δεν έχεις παρά να εξετάσης και να δης πού θα τραβήξης για να σωθής.