Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Επίσης δε και εάν φυτεύων δεν αφήνη ανάλογον απόστασιν από τα χωράφια του γείτονος, καθώς και πολλοί νομοθέται είπαν λεπτομερώς, των οποίων τους νόμους πρέπει να τους χρησιμοποιούμεν συμπληρωματικώς και να μην έχωμεν απαίτησιν όλα και τα πολύπλοκα και τα μικρά ζητήματα, τα οποία εθέσπισε και ο τυχών νομοθέτης, να τα νομοθετήση όλα ο νομοθέτης της πόλεως.
Εκείνη την εποχή έχτιζε την «Παντάνασσα» ο γυναικάδερφός του στα Καταλονία. Ο πρωτομάστορης έβαλε κάτω όλα του τα σχέδια να το κάμη γερό, κομψό, τέλειο· τα δάση έδωκαν τα καλήτερα ξύλα τους· οι μαστόροι και οι καλαφάτες όλη την τέχνη τους. Ο Βάραγγας εξόδεψεν αλύπητα το έχη του. Επούλησε και κάτι χωράφια που είχε προίκα στη Γλύφα. Ή του ύψους ή του βάθους· — εσυλλογίσθηκε.
Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' απ' τ' άλλο.
Πρόσμεναν ύστερα οι Εθνικοί να στερέψη ή να πλημμυρίση ο Νείλος, να χαλάση ο κόσμος. Πλημμύρισε ο Νείλος, είναι αλήθεια· μα κατέβηκε πάλι, αφού καλοπότισε τα χωράφια. Κ' έτσι κατάντησαν οι Εθνικοί της Αφρικής και της Ανατολής σαν είδος Εβραίοι και χερότεροι, αφού μήτε δικούς τους πια ναούς δεν είχαν, παρά σέρνανε και πηγαίνανε στις εξοχές κ' έκαμναν κάτω από δέντρα τις τελετές τους.
Πήγε η Μυρτάλη να τα φέρη όλα, που ήτανε φυλαγμένα σ' ένα παλιό ταγάρι· κι άμα τάφερε πρώτος ο Διονυσιοφάνης τάβλεπε· κι όταν είδε πανωφοράκι κόκκινο, θηλυκωτήρι ολόχρυσο, σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο, αφού εφώναξε δυνατά «ω αφέντη Δία!», κράζει τη γυναίκα του για να τα ιδή· κ' εκείνη άμα τα είδε φωνάζει κι αυτή: — Αγαπημένες μοίρες! δεν τα βάλαμ' εμείς αυτά κοντά στο ίδιο το παιδί μας και δε στείλαμε τη Σωφροσύνη να τα φέρη σε τούτα τα χωράφια; βέβαια, δεν είναι άλλα, παρά τα ίδια, αγαπημένε μου άντρα· δικό μας είναι το παιδί· γιός σου είναι ο Δάφνης κ' έβοσκε τα πατρικά του γίδια.
Κι' απ' την ημέρα που φανερώθηκε στο χωριό, περπατούσε πάντα μονάχος και πάντα έρημος στα χωράφια και τις ακροποταμιές. Τα παιδιά μόλις τον ένοιωθαν τον παίρνανε από πίσω. «Αι! Αι! ο τρελλός»... Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του αδιάφορα και τα παιδιά δεν μπορούσανε να τον φθάσουν. Κι' όταν τον έφθαναν τους έπιανε τέτοιος φόβος, που γύριζαν πίσω.
Παντού τείχη γκρεμισμένα, χωριά δίχως κατοίκους, χωράφια — ωργωμένα από τη φωτιά, — και τάλογά τους πατούσαν στάχτες και κάρβουνα. Στον έρημο κάμπο, σκέφτηκε ο Τριστάνος: «Είμαι βαρυεστημένος κ' είμαι αποσταμένος. Τι ωφελούν αυτές η περιπέτειες; Η αγαπημένη μου είναι μακρυά, ποτέ δε θα την ξαναϊδώ. Δυο χρόνια τώρα, πώς δεν έστειλε να με γυρέψη στης χώρες που γύριζα; Ούτε μια είδησί της δεν έλαβα.
Έξω φρενών τον είδαν να τρέχη, σαν το πέλαγος το εξαγριωμένον και δυνατά να τραγουδή, ανθοστεφανωμένος με όλα τ' άγρια φυτά π' ανθίζουν 'ς τα χωράφια. Στείλ' ένα λόχον, — πρόσταξε 'ς τον κάμπον να σκαλίσουν τα στάχυα μέσα τα 'ψηλά, κ' εδώ να μου τον φέρουν. Ανθρώπου τέχνη δύναται τον νουν του να ιατρεύση; Ό,τι κι' αν έχω τόδιδα εις όποιον μου τον σώση! ΙΑΤΡΟΣ Υπάρχει τρόπος να σωθή.
Ω Κράτος, μην του παίρνεις του Ρωμιού το ενδιαφέρο για το χωριό του, μην του κάνεις σ υ σκολειά, μη του διορίζεις σ υ τους δασκάλους, μην του φυλάς σ υ ταμπέλια, τα χωράφια, τα δάση, μην του φτειάχνεις σ υ τους τοπικούς δρόμους, γιατί τον λύνεις έτσι από τους δεσμούς του με το χωριό του. Συ έχεις άλλες δουλειές γενικώτερες. Αυτές να κοιτάζεις!
Ο ποταμός όλο τρέχει κι όσο πάει φουσκώνει η ορμή του. Λες που για να περάση, σκάφτει τα χώματα και τρυπά τις πεδιάδες. Πληθαίνουν τα λαμπρά νερά, πληθαίνουν κ' οι αθρώποι. Παντού βλέπεις χωράφια και πάλε χωράφια. Δεν είναι τόπος χωρίς κάτοικο, αγρός χωρίς εργάτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν