United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βοϊδολάτης ήτανε ο Αγχίσης και τον πήρεν η Αφροδίτη· γίδια έβοσκε ο Βράχιος και τον αγάπησεν ο Απόλλωνας· βοσκός ήτανε ο Γανυμήδης και τον άρπαξε ο Δίας· ας μην περιφρονούμε παιδί, που είδαμε να το ακούν και τα γίδια σαν αγαπητικιές· μα αν αφίνουνε να μένη ακόμη κάτω στη γις τέτοια ομορφιά, ας χρωστάμε χάρη στου Δία τους αετούς.

Τότες ο Αίας του Οϊλιά με το βαρύ κοντάρι πολύ πιο πρώτος πήδησε και κάρφωσε το Σάτνη, γιο ξωθικιάς, π' αψέγαδη τον έκανε νεράιδα με τον ξεστήθια Βήνοπα σαν έβοσκε τα βόδια κοντά στου Σάτνη ποταμού τους ανθοπλήθιους όχτους 445 Αφτόν ζυγώνει και τρυπάει με τ' όπλο στο λαγγόνι, και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και γύρω στο κουφάρι έπιασαν Τρώες κι' Αχαιοί πεισματωμένη μάχη.

Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη. Κι όταν πια είχαν περάσει δυο χρόνια, βοσκός από γειτονικά χτήματα, που τον έλεγαν Δρύαντα, ενώ έβοσκε, βρίσκει κι αυτός κατά τύχη παρόμοια πράγματα και βλέπει τα ίδια.

Τον ελαβώσανε... 'Σ το χώμα γέρνει, Το βόλι εχώνεψε μεςτα πλευρά. Πέφτει ταπίστομα σιγά ξεσέρνει Σα φίδι κρύβεται μεςτα κλαριά. Έβοσκε ο θάνατος τα σωθικά του Κ' εκείνος έτρεχεν ολονυχτύς Πατεί, σωριάζεται, σβυέτ' η καρδιά του... Πούσ' Αστραπόγιαννε να τόνε ιδής;...

Ήταν, αγάπη μου, μια κόρη όμορφη σαν κ' εσένα και που στην εδική σου την ηλικία έβοσκε βόιδια πολλά· τραγουδούσε κι όμορφα και τα βόιδια της ευχαριστιόνταν με το τραγούδι της· και τα έβοσκε χωρίς αγκλίτσας χτύπημα, χωρίς βουκέντρας κέντημα, μόνο, καθούμενη κάτω από πεύκο και φορώντας στεφάνι πεύκινο, τραγουδούσε τον Πάνα και το Πεύκο. Και τα βόιδια με το τραγούδι έμεναν κοντά της.

Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Ψυχή δεν περνούσε απάνω στο έρημο δρομαλάκι, το χώμα του ήτανε ξερό και το χρώμα μονότονο κάτω απ' το φως. Ένα γαϊδουράκι μονάχα νεογέννητο, ξαφνισμένο απ' την πρωτόφαντη ομορφιά του κόσμου, ξέφυγε μια στιγμή απ' τη μάννα του, που έβοσκε δίπλα στο γρασίδι, κ' έφθασε με τρελλά πηδήματα ως εκεί.

Ο Δάφνης τότε δεν έβοσκε τα γίδια, παρά μπασμένος στο δάσος έκοφτε χλωρά κλαδόφυλλα για νάχη να δίνη στα γίδια θροφή το χειμώνα· κ' έτσι βλέποντας από ψηλά το διαγούμισμα εκρύφτηκε μέσα στην κουφάλα του κορμού ξερής οξιάς.

Και δεν τον εζύγονε πια καθόλου, παρά πότ' εδώ και πότ' εκεί έβοσκε τα γίδια, αποφεύγοντας εκείνον και γυρεύοντας τη Χλόη. Μα μήτε ο Γνάθωνας τον κυνηγούσε πια, σαν έμαθε καλά, ότι δεν είναι μονάχα όμορφος, παρά και δυνατός· και ζητούσεν ευκαιρία να μιλήση γι' αυτόν στον Άστυλο κ' έλπιζε να του τόνε χαρίση ο νέος, επειδή ήθελε να του κάνη πολλές και μεγάλες χάρες.

Η σήριγγα τούτη, τόργανο, δεν ήτανε όργανο, παρά κόρη όμορφη και με φωνή γλυκιά· έβοσκε γίδια, έπαιζε μαζί με τις Νύμφες, ετραγουδούσε όπως τώρα. Ενώ αυτή έβοσκε, έπαιζε, ετραγουδούσε, ο Πάνας, αφού πήγε κοντά της, την παρακαλούσε για ό,τι την ήθελε και της έταζε πως θα κάνη όλες τις γίδες της να γεννούνε διπλάρια.

Εκεί έπεσε χάμω και κατηγορούσε τις νύμφες πως δεν εβοήθησαν. 22. — Από σας άρπαξαν τη Χλόη και παραδεχτήκατε να το ιδήτε; αυτή που σας έπλεκε τα στεφάνια, που έχυνε για τιμή σας το πρώτο γάλα που και το σουραύλι της τούτο σας τόκανε τάμα; Τραγί κανένα δε μου άρπαξε λύκος· μα οι εχτροί και το κοπάδι κ' εκείνη, που έβοσκε μαζί μου.