United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αφού πλανέθηκε κάμποσο στα δάση και στα βουνά της Φρυγίας, τον έπιασαν ύστερα και τον αποκεφαλίσανε. ΠΕΜΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θρησκευτικοί αρχηγοί Είταν ακόμα τόσο Ρωμαϊκά τα συστήματα, οι χαραχτήρες και πολλά καμώματα των Αυτοκρατόρων εκείνων, που ιστορώντας την εποχή τους καταντάει άνθρωπος να πελαγώνη κάποτε σε πράματα που δεν φαίνονται και πολύ χρειαζούμενα για την εθνική μας ιστορία.

Εγώ τώκανα και σεις να μην το κάνετε! Οι Λεντζαίοι κατάλαβαν από τα λόγια, του ότι αυτός είταν ο φονιάς του ανθρώπου τους και τον έπιασαν για καλά. Σε λίγο μαζεύτηκαν οι γειτόνοι κι' όλο το χωριό. Ο φονιάς παραδόθηκε δεμένος στη Δημογεροντία, κι' η Δημογεροντία τον έστειλε στον Πασιά στα Γιάννινα.

Έτσι είπε, και τη συντυχιά σκολάζει χέρι χέρι, κι' όλοι σκορπούνε κι' ο καθείς στο πλοίο του παγαίνει. Έπιασαν τότε οι παραγιοί τα δώρα να φροντίσουν, και φέβγουν πέρα ναν τα παν στου ξακουστού Αχιλέα. Κι' αφού όλα τ' άλλα απίθωσαν μες στις καλύβες, βάζουν 280 τις νιες να κάτσουν· έπειτα τα σερπετά κοπέλια βαρούν τ' αλόγατα να παν με το κοπάδι τ' άλλο.

Τότε ο βασιλεύς άρχισε να τον μιλή με κάθε γλυκύτητα, και με κάθε λογής τρόπον διά να τον αποκόψη από τοιαύτην απόφασιν, επειδή και του εκακοφαίνονταν να χαθή ένας τέτοιος ωραίος και ευγενής νέος, που κατά αλήθειαν ήτον· μα όλα τα λόγια του δεν έπιασαν κανένα τόπον.

Έπιασαν τόπο κι αυτοί στο παράθυρο, πίσω απ’ το Νίκο και τη Λιόλια, και βοηθάγανε γερά στον πόλεμο. Πήραν κ’ έδωσαν τώρα τα γέλοια, γιατ’ ήτανε χωρατατζήδες και με κέφια οι φίλοι του Νίκου και δεν άφησαν ούτε μασκαρά, ούτε αμασκάρευτο να μην τον κοροϊδέψουν. Προπάντων εκείνος ο «χοντρέλης», καθώς τον έλεγε ο Νίκος που τονέ φώναζε και «κολοκύθα» και «ντολμά», ήτονε σπίρτο μοναχό.

Τότ' άμαξα έπιασαν και διο μες σ' ένα αμάξι αρχόντους, του Περκωσιώτη Μέροπα παιδιά, που προφητείες απ' όλους κάλια κάτεχε, μηδ' άφινε τους γιους του 330 στο θνητοφάγο πόλεμο να πάν' μα πού! ν' ακούσουν οι έρμοι που τους έσπρωχνε το μάβρο ριζικό τους. Αφτούς τότε ο κοσμάκουστος ακοντιστής Διομήδης ζωή κι' αντριά τους έκλεψε και πήρε τ' άρματά τους. 334

Σιμά εις αυτόν εκάθητο η θυγατέρα του, η βασιλοπούλα, η οποία ήτον έως χρόνων τριάκοντα, και σχεδόν ήτον παρόμοια εις όλα ωσάν τον πατέρα της. Αυτός ο βασιλεύς Μώρος έλαβε πολλήν χαράν εις την απόκτησίν μας· και αφού έδωσε μεγάλα χαρίσματα εκείνων που μας έπιασαν, επρόσταξε τον βεζύρην του διά να μας φυλακώση· και κάθε ημέραν να δίδη ένα από ημάς εις φαγί του όφεως ειδώλου τους, που ελάτρευον.

Ο Μάρτης επέρασε· τα κατσίκια έπιασαν το βυζί· τι είχε πλέον να φοβηθή; Αλλ' ενώ ταύτα εσκέπτετο και ύψωνε τους οφθαλμούς της θριαμβευτικώς, ως άνθρωπος διαφυγών μέγαν κίνδυνον, τον οποίον ενόμιζε πρότερον αναπόφευκτον, βλέπει έξαφνα τον ουρανόν σκεπασμένον υπό μαύρον, κατάμαυρον μανδύαν νεφών.

Οι φωνές εδυνάμωναν ψιλές, δυνατές. Εσκλήρεναν οι σφυριξιές, διαπεραστικές, στρίγκλικες. Ήρθε τόρα ο Βιολιντζής, κοντόχοντρος σα ρουμοβάρελο. Ήρθε κι ο Λαγουτιέρης, με τη μεταξωτή μεσήνα στο λαιμό. Ανέβηκαν στο πάλκο κ' έπιασαν τη θέση τους. Εξεκρέμασαν και τα όργανα. Έπιασαν να τα κουρδίσουν. Άρχισε κι ο κόσμος νάρχεται τόρα. Έμπαιναν ολοένα.

Κι' έτσι τον άφησαν αυτόν κι' έπιασαν όλους τους άλλους και τους πήραν ότι κι' αν είχαν. Ο Ξενιτεμένος μας τράβησε το δρόμο του, όπως είπαμε, κι' έφτασε το βράδυ σ' ένα σταθμό. Εκεί έμαθε, ότι οι σύντροφοι του, άλλοι σκοτώθηκαν κ' άλλοι ληστεύτηκαν και δεν γλύτωσε κανένας από τους κλέφτες. Μανθάνοντας αυτό έκανε το σταυρό του, δόξασε τον Θεό κι' είπε μέσα του: — Να το θάμα της πρώτης συμβουλής!