United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΟΡΟΣ Ναι, μα του θεού η δύναμη ακόμη ’ν πιο τρανή° πολλές φορές τον τέλεια απελπισμένο, κι όταν παν’ απ’ τα μάτια του τα σύγνεφα κρέμουνται μαύρης συμφοράς, αναστηλώνει. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δουλειά ’ναι των αντρών αυτό, για να προσφέρουν σφαχτά θυσίες εις τους θεούς, σαν βράζει η μάχη° δική σου, να σωπαίνεις και να μένης σπίτι.

Ήδη επρονοήσαμεν εν μέρει, και παν ό,τι μάθωμεν θα σας το αναφέρωμεν». Και οι μεν Συρακούσιοι, ότε είπε ταύτα ο στρατηγός, διέλυσαν την συνέλευσιν.

Οι δε Αθηναίοι, με όλην την αποσύνθεσιν των πληρωμάτων των, συνέπειαν αναπόφευκτον των εμφυλίων ταραχών, ηθέλησαν εν τούτοις να βοηθήσουν ταχέως μίαν των σπουδαιοτάτων κτήσεών των· και τωόντι, από του αποκλεισμού της Αττικής, η Εύβοια ήτο το παν δι' αυτούς.

Αι αστραπαί είχον συχνά λάμψιν ηλίου και έβλεπε κανείς το κάθε αμπέλι, όπως τo βλέπει και το μεσημέρι, αλλά αμέσως εκαλύπτετο πάλιν το παν μέσα εις το σκοτάδι. Αι αστραπαί σχημάτιζαν φιόγκους, γραμμάς ελικοειδείς και τεθλασμένας, εμπηγνύοντο γύρω γύρω μέσα εις την λίμνην, έλαμπον από παντού και η Ηχώ ηύξανε των βροντών τον κρότον . . . Εις την ξηράν έσυραν τα ακάτια εις την ακτήν.

Καρτερώ και προσμένω. Βράδυασε. Νυχτώνει. Είναι νύχτα και σκοτάδι. Πάει ο κόσμος να πλαγιάση. Κρέμεται το λυχναράκι μισοσβησμένο στο ταβάνι ψηλά και τρεμοφέγγει. Κατεβαίνω τη σκάλα. Όλα σκοτεινά. Αχ! δεν είναι για μας τα λουλούδια· δεν είναι τα τραγούδια για μας. Πάει το καλοκαίρι· παν οι μάβρες οι συκιές και τα δέντρα και τα φύλλα που κρυφά κρυφά της μιλούνε.

Ο υπηρέτης κοιμήθηκε ντυμένος για να είναι έτοιμος την άλλη μέρα το πρωί, επειδή ο κύριός του τού είχε πη πως τα ταχυδρομικά άλογα θα είναι προς στο σπίτι πριν των έξ. Μετά τις ένδεκα. «Το παν είναι τόσο σιωπηλό γύρω μου, και η ψυχή μου τόσο ήσυχη! Σ' ευχαριστώ, Θεέ μου, που δίνεις σ' αυτές τις τελευταίες μου στιγμές τόση θερμότητα και δύναμη.

Τότ' άμαξα έπιασαν και διο μες σ' ένα αμάξι αρχόντους, του Περκωσιώτη Μέροπα παιδιά, που προφητείες απ' όλους κάλια κάτεχε, μηδ' άφινε τους γιους του 330 στο θνητοφάγο πόλεμο να πάν' μα πού! ν' ακούσουν οι έρμοι που τους έσπρωχνε το μάβρο ριζικό τους. Αφτούς τότε ο κοσμάκουστος ακοντιστής Διομήδης ζωή κι' αντριά τους έκλεψε και πήρε τ' άρματά τους. 334

Όμως ο Μεχμέτ αγάς, άνθρωπος φανατικός κι αυτός και σκύλινος, άμα τώμαθε αυτό σηκώθηκε ο ίδιος μια νύχτα και πήγε στη Μητρόπολη με δυο ταμπόρια ασκέρι· μπήκε στους οντάδες του Δεσπότη, τον εφοβέριξε, τον έβρισε και πρόσταξε τ' ασκέρι του να πάρουν τες δυο τσιούπρες και να τες παν σε Τούρκικο σπίτι. Τι να εδής τότες.

Είπε κι' εκείνος ένιωσε το Φοίβο σαν τον είδε αγνάντια εκεί, και χούγιαξε στον Έχτορα με πάθος «Έχτορα κι' οι λοιποί αρχηγοί των Τρώων και βοηθώνε, 335 ντροπής σας αν ως στο καστρί οι παινεμένοι Αργίτες τώρα έτσι σβάρνα αν θα μας παν παράλυτους της δείλιας!

Είνε και το μάτι, έλεγε πολλάκις προς τον κυρ-Βαρσαμόν τον παντοπώλην ο πρώην πλοίαρχος, αλλά το παν είνε τόλμη, όσο να τα πάρη κανείς μια φορά. Ούτως ο κυρ-Δημάκης δεν θα ηδύνατο πλέον να ζήση εν τη νήσω, χωρίς να είνε δεκατιστής.