United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τώρα που δεν έμενε πια τίποτε, τίποτε απ' όλα εκείνα που είτανε μια φορά δικά της, τώρα της φαινότανε πως κόπηκε ο κρίκος που την έδενε με τη ζωή την ίδια. Έμεινα άφωνος εμπρός στο απελπισμένο ξέσπασμά της κ' εννοούσα μόνο πως είχα να κάνω με μια από κείνες τις φαντασιοπληξίες ή τα όνειρα, που για έναν άνθρωπο με έντονη συναισθηματική ζωή έχουν μεγαλήτερη σπουδαιότητα παρότι η ίδια η ζωή.

Μόνο η λεύκα, που έπαιρνε ανθρώπινες μορφές, βασίλευε σαν φάντασμα απάνω από τις πένθιμες όχθες. Και όλο κινούσε δυο μεγάλα χέρια ν' αγκαλιάση τις φοβισμένες σκιές που γλυστρούσαν απάνω στα νερά και όλο σήκωνε το απελπισμένο κεφάλι προς τον ουρανό. Ταργοκίνητα νερά διάβαιναν σιωπηλά κάτω από τη θλίψη των δένδρων· ο ΓέροΠοταμός φούσκωνε τα νερά του από μιαν απόκρυφη θλίψη.

Και θα επιθυμούσε να σκύψει επάνω στο απελπισμένο «παλικάρι» και να του πει: εδώ είμαι εγώ, δεν θα σου λείψει τίποτε! – αλλά δεν κατάφερε άλλο παρά να του προσφέρει πάλι τη νεροκολοκύθα όπως η μητέρα προσφέρει το στήθος στο μωρό της που κλαίει. «Το ξέρουμε δα τι παλιόκοσμος είναι εκεί! Εδώ όμως είναι διαφορετικά, μπορεί κανείς να κάνει και την τύχη του ακόμη.

Φαίνεται, γιατί στο δρόμο κάθεται μια γυναίκα λυγισμένη από τα γερατιά κι απλώνει παρακαλεστικά τα χέρια στον ανίλεο, που περνά μπροστά της χωρίς να την κοιτάξη. Κοντά όμως στο θάνατο στέκει ένα νέο ζευγάρι ερωτεμένων. Στο αυτί του νέου έχει σημάνει το κουδούνι του θανάτου και το απελπισμένο αγκάλιασμα της αγαπημένης δεν μπορεί να τον κρατήση.

Μ' αν πέφτης, πέφτεις ένδοξο, 'σάν παλληκάρι πέφτεις, 'Σάν το λιοντάριτη σπηληά, 'σάντο λημέρι ο κλέφτης, Που αμέτρητοι τον έχουνε ολόγυρα ζωμένα, Κ' εκείνο αποφασίζεται, χουμάει απελπισμένο. Όχι! δεν πέφτεις άδοξο· θα το γνωρίζουν όλοι, Πως σώλειψε τόσον καιρό ψωμί, μπαρούτι βόλι. Φτάνει, φτωχό, που βάσταξες κι' ως τώρα την ανδρειά σου Αλλά και τώρα πώπεσες έπεσες 'σάν ανδρείο.

ΧΟΡΟΣ Ναι, μα του θεού η δύναμη ακόμη ’ν πιο τρανή° πολλές φορές τον τέλεια απελπισμένο, κι όταν παν’ απ’ τα μάτια του τα σύγνεφα κρέμουνται μαύρης συμφοράς, αναστηλώνει. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δουλειά ’ναι των αντρών αυτό, για να προσφέρουν σφαχτά θυσίες εις τους θεούς, σαν βράζει η μάχη° δική σου, να σωπαίνεις και να μένης σπίτι.