Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Και είπε πάλι ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται η πλατειά Θάλασσα στην αγάπη μας; Τα μάτια της αγαπημένης μου είναι ο πιο πλατύς Ωκεανός. Και μέσα στα βάθη του πλέει άφθαστο ένα χρυσοπράσινο νησάκι. Τι χρειάζεται η πλατειά Θάλασσα στην αγάπη μας; Κι' ο Θεός άκουσε τα λόγια του Αγαπημένου. Και η πλατειά θάλασσα στέρεψε κάτω απ' τα πόδια τους. Οι δυο αγαπημένοι ξαπλώθηκαν απάνω στη μαλακιά χλόη.

Αυτή η χαριτωμένη επιστολή, αυτή η ανέλπιστη επιστολή, γέμισε ανέκφραστη χαρά τον Αγαθούλη· η αρρώστια της αγαπημένης του Κυνεγόνδης τόνε βύθισε στη λύπη. Μ' αυτά τα δυο αντίθετα συναισθήματα, παίρνει το χρυσάφι του και τα διαμάντια του, βάζει να τον οδηγήσουνε με το Μαρτίνο στο ξενοδοχείο, που έμενε η δεσποινίς Κυνεγόνδη.

Εγώ όμως διά τύχην μου εις αυτό το αναμεταξύ ηύρα ένα αηδόνι ψόφιον, το οποίον το ανάζησα δίδοντας τες αίσθησές μου εις αυτό. Και υποκάτω εις αυτήν την νέαν μορφήν επέταξα προς το παλάτι του εχθρού μου, και επήγα και εκάθησα επάνω εις ένα δένδρον που ήτον εμπρός εις τα παράθυρα της αγαπημένης μου Ζεμπρούδας.

Στη θέση τους γρήγορα, τόσο γρήγορα!.... Ο γαμπρός την σέρνει βιαστικά, το χωριατόπουλο τεντόνει το χέρι του με το τενεκεδένιο κουτί των στεφανιών η γριά μάνα κολλιέται στο λαιμό της αγαπημένης κόρης, της και κλαίει, κλαίει. Πόσο γρήγορα, πόσο αρπαχτικά της την παίρνουν. — Στις θέσεις σας, κύριοι!.... Κ' η φωνή του γέρου σταθμάρχη της σκίζει τα στήθη.

Κενώ έκανα σταυρούς και γονυκλισίες, τα χείλη μου ψιθύριζαν στην Παναγία τις θερμότερες μου ικεσίες για την υγεία της αγαπημένης. Στην Παναγία μιλούσα ως μητέρα σπλαχνική και πανάγαθη πούξερε από ανθρώπινο πόνο. Και, τόσον αληθινή, τόσον ειλικρινής ήτον η παρακάλεσή μου, τόσον έφτανα να αισθάνωμαι την παρουσία της Παναγίας, ώστε τα δάκρυα μου έτρεχαν.

Η μόνη μου παρηγοριά ήτο η σκέψη ότι θα γύριζα μεγάλος, με γράμματα ανώτερα και με της χώρας τον αέρα, ώστε να γίνω περισσότερο άξιος της αγαπημένης μου. Έκαμα δυο ή τρία χρόνια στην πόλη. Στις διακοπές έβγαινα στο χωριό· και μόλις έφτανα, ο νους μου στο Βαγγελιό. Η μητέρα κη αδερφή μου άρχισαν να πειράζουνται γιαυτή την προτίμηση. Τις έπιασε είδος ζήλιας.

Μαύρα δάκρυα έχυσα την ημέραν, καθ' ην έμελλον ν' αποχωρισθώ πλέον της αγαπημένης μου σκούνας. Ναυαγός εάν ήμην, δεν θα έκλαιον τόσον την απολεσθείσαν περιουσίαν μου. — Γιατί να μη έχω μίαν σκούναν ιδικήν μου! Έλεγεν ο λογισμός μου παραπονούμενος. — Να ταξειδεύω! Να ταξειδεύω! Πάντα να ταξειδεύω! Επανελάμβανον οι πόθοι μου ορφανοί, πενθηφορούντες.

Ήτον εκεί και περίμενε να με δη όταν θα παρουσιαζόμουν στ' ανοιχτό μέρος τον δρόμου. Πολλές φορές στράφηκα κι' αποχαιρετούσα το σπίτι της αγαπημένης μου, που τη φανταζόμουν να κλαίη ανάμεσα στ' άνθη· κη καρδιά μου μέσα έλεγε τα τρυφερότερά της λόγια. Αλλ' όταν ο δρόμος απογύρισε κένα ύψωμα έκρυψε το χωριό, μου φάνηκε ότι το βουνό κείνο καταπλάκωσε τη ψυχή μου.

τα κακά τόσα ωργίσθηκε κ' είπε η Παλλάδ' Αθήνη• «Ωιμένα, πόσην τ' Οδυσσηά, 'που λείπει, έχεις ανάγκη, εκείνος τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση! διότι αν τώρ' ερχόμενοςτα πρόθυρα του δόμου 255 στήνονταν, με περίκρανο, μ' ασπίδα και δυ' ακόντια, τέτοιος όποιον είδ' αυτόντο σπίτι μου εγώ πρώτα, οπ' έπινε κ' ετέρπονταν και τότε από τον Ίλο τον Μερμερίδη εγύριζε μέσ' από την Εφύρη•ότι και αυτού με το γοργό καράβι τ' ο Οδυσσέας 260 πήγε ανδροφόνο βότανο ζητώντας για ν' αλείφη τα χάλκινα τα βέλη του• δεν το 'δωκεν εκείνος φοβούμενος την όργητα των αθανάτων• όμως του το 'δωκε ο πατέρας μου 'π' αγάπ' αυτόν περίσσα•τέτοιος αν έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσητους μνηστήραις, 265όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείνη ο γάμος, αλλ' όλ' αυτάτην δύναμι των αθανάτων μένουν, αν θα 'λθ' ή όχι ενάντια τους εκδίκησι να πάρητα μέγαρά του• να σκεφθής ωστόσο εγώ σου λέγω το πώς από το σπίτι σου να διώξης τους μνηστήραις. 270 κ' έλ' άκουσέ με, πρόσεχετους εδικούς μου λόγους• αύριο τους ήρωαις Αχαιούς συγκάλεσε κ' εις όλους την γνώμη σου φανέρωσε, με τους θεούς μαρτύρους•τα σπίτια τους να σκορπισθούν πρόσταξε τους μνηστήραις• και αν η μητέρα επιθυμεί τον γάμο, ας επανέλθη 275 εις του πατρός το μέγαρο, που 'ναι πολύς και μέγας• τον γάμο αυτοί θα κάμουσι και δώρα θα ετοιμάσουν πολλύτατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης, και σε τον ίδιον φρόνιμο θα συμβουλεύσω μέτρο• καράβι αφού λάβης καλό μ' είκοσι κουπηλάταις, 280 για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθης έβγα, ή των θνητών κάποιος σου ειπή, ή την φωνήν ακούσης, 'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη.

Μεταβαίνει εις τον τάφον. Το μεσονύκτιον εκθάπτει το φέρετρον, το ανοίγει και είναι έτοιμος να κόψη την κόμην, αλλ' αποτόμως σταματά: Ιδού ότι τα μάτια της αγαπημένης ήνοιξαν. Η ζωηρότης δεν τα είχεν εξ ολοκλήρου εγκαταλείψει και αι θωπείαι του εραστού της ήρκεσαν να την σηκώσουν από τον λήθαργον, που τον ενόμισαν διά θάνατον. Την μετέφερεν έξαλλος από χαράν εις την κατοικίαν της, εις το χωρίον.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν