United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσώθη το σκουλήκι και έχει μέσα του ζωήν ως που να έλθ' η ώρα να χύση το φαρμάκι του· τώρα δεν έχει 'δόντια! Φύγε! Σε βλέπω αύριον. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Πώς δεν μας ζωηραίνεις, αυθέντα; Το συμπόσιον δεν έχει πλέον χάριν εάν ενόσω γίνεται, κανείς δεν συχνοβλέπη ότι φιλεύει με χαράν εκείνος που φιλεύει.

Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι. και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275 σιμάτης πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα, τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα, εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις, κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι• ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280 «πάλιν, ω δύστυχε, πού παςτα όρη μέσα μόνος, του τόπου ανήξερος; κ' εδώτης Κίρκης τους κρυψιώναις τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι• και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285 αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω• έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω, της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη. και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης• μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290 αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη• άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση, απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου, 'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295 θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της• πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη, τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση• αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο, ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300 μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».

Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; 230 άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει, καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω, ως την πατρίδα μου να ιδώ, παράτα γονικά μου άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη, 'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. 235 αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».