United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και φώναξε με σκιαχτερή φωνή στα γονικά άτια «Ψαρέ και Ξάνθο, ξακουστά παιδιά της Φτεροπόδας, 400 κοιτάξε αλλιώς τον αμαξά να ξαναφέρτε πίσω στα πλοία εδώ, όταν πόλεμο χορτάσουμε και μάχη, όχι όπως έμεινε νεκρός ο Πάτροκλος στον κάμπο

Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη• κ' ήλθεαυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη. τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα• με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60 το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου• «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, είν' ώρατην γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65 ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».

Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215 κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργάτα γονικά του. επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους• «Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο, και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσωςτην φωνή του• 220 κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.

Έπαυσε, κ' εκατέβηκε του θείου Τειρεσία 150τον Άδη πάλιν η ψυχή, αφού την μοίραν είπε. εγώτον τόπον έμενα, κ' εσίμωσε η μητέρα• το μαύρον αίμα ερούφησε κ' ευθύς εγνώρισέ με, και κλαίοντας μου ωμίλησεν «εις τ' άφεγγο σκοτάδι πώς εκατέβης, τέκνο μου, συ ζωντανός ακόμα; 155 και δύσκολο 'ναι ζωντανοί να ιδούν τούτα 'δω κάτω, τ' είναιτην μέση απέραντα και φοβερά ποτάμια, και πρώτος ο Ωκεανός, 'που δεν μπορεί κανένας, χωρίς καράβι στερεό, πεζός να τον περάση. τάχ' απ' την Τροίαν έφθασες εδώ με τους συντρόφους, 160 αφού πολλά πλανήθηκες; και ακόμητην Ιθάκη δεν ήλθες, και την σύντροφοτα γονικά δεν είδες»;

Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα, Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη• μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90 ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».

μουρμούρισε, τυλίγοντας την κλωνά στο δάχτυλό της και στο δάχτυλο της Αννίτσας. — Άκουσε, Αννίτσα, της είπε σε λίγο. Είμαστε για ταξίδι Το αποφάσισα. Θα πάμε στην Αθήνα. Ο παπάς εκατό φορές μου τώχει γραμμένο: «Τι κάθεσαι, χριστιανή, έρημη και παντέρημη στο νησί; Τα γονικά σου αναπαυτήκανε, ταδέρφια σου ξενητευτήκαν, παιδί σκυλί δεν έχεις σιμά σου.

Δεν είναι ατιμιά να πέσεις πολεμώντας για την πατρίδα· λέφτερα τα τέρια τα παιδιά μας, τα γονικά μας άβλαφτα κι' οι πύργοι μας θα μείνουν, οχτρούς και πλοία αν σύψυχους τους φάει το μάβρο φίδι

αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, πότε καιρός λόγων πολλών, πότε καιρός του ύπνου• αλλ' αν ποθείς, είμ' έτοιμος να σου ιστορήσω ακόμη 380 αλλ' απ' αυτά φρικτότερα, των φίλων μου τα πάθη, όσοι κατόπι εχαθήκαν• αυτοί 'που, αφού σωθήκαν από τον πολυστένακτον των Τρωαδιτών αγώνα, 'ς τα γονικά τους έχασε κακότροπη συμβία.

Και προς αυτόν ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Τηλέμαχε, τι σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; 230 άνδρα θεός και από μακράν, αν θέλη, εύκολα σώζει, καλλιά 'χα να βασανισθώ, πολύ να παραδείρω, ως την πατρίδα μου να ιδώ, παράτα γονικά μου άμα πατήσω, ο θάνατος να μ' εύρη, ως τον Ατρείδη, 'πώπεσε, από της γυναικός τον δόλο και του Αιγίσθου. 235 αλλ' είναι ο θάνατος κοινός, ουδ' ημπορούν να σώσουν και φίλον άνδρ' οι αθάνατοι, οπόταν έλθ' η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου, να τον πάρη».

Δε σου τώπα; Θα πάω να δω αν είνε καιρός για διπλοσκάφισμα. — Ο Θεός μαζή σου, μια που δε μ' ακούς. Λες πως δε θα δουλέψης· μα μπορείς τουλόγου σου να πας στα γονικά σου και να μην κάμης κιαμμιά δουλειά, και Λαμπρή νάνε; Ο γάιδαρος περίμενε μπροστά, στην πόρτα στρωμένος, κιο Σιφογιάννης, ενώ τον έλυνε, είπε στην γυναίκα του με λίγο νεύρωμα: — Μα σου τώπα δα, σου τώπα, πως δε θα δουλέψω.