United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη, αλλ' ήθελετην δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του· καιτου μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. 240

Δηλαδή φρονώ ότι ο Όμηρος παρέστησε καλλίτερον από όλους τους άνδρας οι οποίοι έφθασαν εις την Τροίαν τον Αχιλλέα, σοφώτερον δε τον Νέστορα, και πολυμηχανώτατον τον Οδυσσέα. Σωκράτης. Οϊμέ, Ιππία μου. Άραγε θα μου κάμης μίαν μικράν χάριν να μη με περιγελάς, εάν με δυσκολίαν εννοώ τα λεγόμενά σου και συχνά σε εξαναρωτώ; Σε παρακαλώ λοιπόν, προσπάθησε να μου απαντήσης μειλιχίως και απαθώς. Ιππίας.

Πάνω σε τοίχο φρεσκοπλαστρωμένο και βαμμένο με λαμπερό κόκκινον άμμο ή μίγμα γάλακτος και κρόκου, ζωγράφιζε κάποια που πατούσε με κουρασμένα πόδια τους άλικους και μ' άσπρα λουλούδια αστροκέντητους ασφοδελώνες, κάποια «που εις τα ματόκλαδά της, απλώνονταν όλος ο Τρωικός πόλεμος», την Πολυξένη, τη θυγατέρα του Πριάμου, ή παράσταινε τον Οδυσσέα, τον συνετό και πολυμήχανο, δεμένο με γερά σχοινιά στο κατάρτι του πλοίου για να μπορή ν' ακούη δίχως πειρασμό το άσμα των Σειρήνων, ή περιπλανώμενον πλάι στο καθαρό ποτάμι του Αχέροντα, όπου φαντάσματα ψαριών γλυστρούσαν κάτω στη χαλικόστρωτη κοίτη, ή έδειχνε τους Πέρσες με περικεφαλαίες και περικνημίδες να κυνηγιούνται από τους Έλληνες στον Μαραθώνα, ή τις τριήρεις να κροτούν με τα χάλκινα έμβολά τους στη μικρή της Σαλαμίνας θάλασσα.

Ραψωδία Ο Κ' η Αθήνητην πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε, να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγητην πατρίδα. κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη, 'που επλάγιαζαντον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου• 5 του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν, αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος• άγρυπνον τον κρατούσε, την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του. σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη•

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. τότε οι μνηστήρες έμπροσθετο δώμα του Οδυσσέα με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια, 'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω 170 οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν. τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,— «Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας πηγαίνετετα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, 175 κ' είναι καλότην ώρα του να γείνη το τραπέζι».

Κ' εκείνητα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη, κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Αυτά 'λεγεν ανάμεσαταις δούλαις, καθημένη 505τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο• «Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510 ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».

Ύστερα από επέμβαση του αδελφού του Τεύκρου και του αντιπάλου του Οδυσσέα κηδεύεται με μεγάλη λαμπρότητα για τον ηρωισμό του και την άλλη του αγαθότητα. Η μετάφραση ανήκει στον Κ. Βάρναλη. Οιδίπους επί Κολωνώ: το τελευταίο από τα δράματα του Σοφοκλέους. Παρουσιάζει τις τελευταίες περιπέτειες του Οιδίποδος και κλείνει με τον θάνατο του στον Κολωνό.

Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε, 'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας, και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195 ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους. και αγνάντια κείνη εκάθισετον θείον Οδυσσέα, και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία. και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200 και άμ' ευφρανθήκαντο φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι, η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη•

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265 «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα, άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος. για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα, φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργείτα ξένα». 270