Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


ΑΓΆΜ. Εάν συ παρεφρόνησες, Αία, και ηυτοκτόνησες, εφοβέρισες δε και ημάς όλους να μας φονεύσης, διατί κατηγορείς τον Οδυσσέα και προ ολίγου ούτε τον ητένισες, όταν ήλθε να ζητήση την γνώμην του Τειρεσίου, ούτε τον εχαιρέτισες, ενώ υπήρξε συστρατιώτης σου και φίλος, αλλ' επροσπέρασες βιαστικά και περιφρονητικώς;

την ξενιτειάν η δούλαις θ' αναπαίζαν, 370 ότ' επατούσ' ο άμοιρος ς' τα σπίτια των μεγάλων, ως αναπαίζουν τώρα σέ τούταις η σκύλαις όλαις. των μιαρών τους υβρισμούς μισείς και να σε νίψουν δεν στέργεις, ώστ' επρόσταξεν εμέ, 'που πρόθυμ' είμαι, η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη. 375 τα πόδια θα σου νίψω εγώ χάριν της Πηνελόπης και χάριν σου, ότι ξύπνησαντα βάθη της ψυχής μου πόνοι πολλοί· και πρόσεχεαυτό που θα προφέρω· πολλ' ήλθαν ήδη ξένοι εδώ ταλαίπωροι, αλλ' ακόμη άνδρα δεν είδα εγώ ποτέ να ομοιάζη του Οδυσσέα, 380 ως εις το σώμα, 'ς την φωνή, 'ς τα πόδια, συ του ομοιάζεις».

Και ως είπε αυτά, κατέβαινε κ' εδίσταζ' αν μακρόθεν 85 τον άνδρα της τον ποθητόν θα εξέταζ' ή σιμά του θα 'μενε και την κεφαλή, τα χέρια, θα του εφίλει. εισήλθε και, αφού πέρασε το πέτρινο κατώφλι, σιμάτον τοίχον κάθισεν αντίκρυ του Οδυσσέα προς την φωτιά^ και αυτός σιμάτον στύλον καθισμένος 90 χάμ' έβλεπε και ανέμενε πότε θα του ομιλήση, εμπρός της ως τον έβλεπεν, η ασύγκριτη συμβία. κείνη πολληώρα σώπαινε και ο νους της απορούσε· και πότε κατά πρόσωπον τον βλέπαν οι οφθαλμοί της, και πότε δεν τον γνώριζετα ράκη οπού φορούσε. 95 πικρά τότε ο Τηλέμαχος ωνείδισέ την κ' είπε· «Μητέρα, γυνή μ' άσπλαχνη ψυχή, κακομητέρα! ξένη από τον πατέρα μου πώς μένεις, πώς σιμά του δεν κάθεσαι, να του ομιλής και να τον εξετάζης; ποι' άλλη γυνή θα 'μενε με τόσην απονία 100 ανάμερ' απ' τον άνδρα της, 'που, αφού πολλά' χει πάθει, τον χρόνον θα 'φθανε εικοστόντην γην την πατρική του; αλλ' έχεις στερεώτερην του λίθου εσύ καρδίαν».

Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα 5 εκ γενετής• αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι, ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν. να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα• «Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν• 10 και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοίεμένα βλεφαρίζουν για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνωεντροπή μου. αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείςτα χέρια να πιασθούμε».

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, 165 την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον· θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης. του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα, και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. 170 και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου, η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα. και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος 175 και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων· κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα, του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, 180 'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135 «Ξεύρω, εννοώ• κ' είχατον νουν αυτά 'που με προστάζεις. πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος! ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα, τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140 ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα. πλην τώρ', αφούτην θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο, δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του, αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει, και η σάρκες τουτα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145

Και αυτοί τα επάνω κρέατα ψημέν' αφού σηκώσαν μερίδαις κάμαν και άρχιζαν το θαυμαστό τραπέζι· 280 τότ' οι υπηρέταις έθεσαν μερίδα του Οδυσσέα όσην και κείνοι ελάμβαναν, ως είχε παραγγείλει ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.

ΑΝΤ. Τι γελοία και ανάξια των δύο σου διδασκάλων Χείρωνος και Φοίνικος ήσαν εκείνα, τα οποία έλεγες προ ημερών προς τον Οδυσσέα περί του θανάτου; Διότι σε ήκουα όταν έλεγες ότι θα ήθελες μάλλον να ευρίσκεσαι εις τον κόσμον έστω και να είσαι δούλος εις πτωχόν γεωργόν, «ω μη βίωτος πολλύς είη», παρά να βασίλευες επί όλων των νεκρών.

Τουλάχιστον δεν αποδεικνύεται ο Οδυσσεύς να λέγη κάτι εις αυτόν ως υπονοών ότι ψεύδεται. Ιππίας. Ποία λοιπόν εννοείς, καλέ Σωκράτη; Σωκράτης. Δεν γνωρίζεις ότι, ενώ κατόπιν είπε εμπρός εις τον Οδυσσέα ότι με την αυγήν θα αναχωρήση, εις τον Αίαντα πάλιν λέγει ότι δεν θα αναχωρήση, αλλά άλλα; Ιππίας. Πού δηλαδή; Σωκράτης.

Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες, και, χάριςτον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους. και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα εμπρός και το τόξ' έβαλετα χέρια του γενναίου, και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 380 «Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων· και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα, ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας έξω, αλλ' αυτούτα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». 385

Λέξη Της Ημέρας

βαρδαλάαας

Άλλοι Ψάχνουν