Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα, και ότ' έφθασαν εκάθιζαν 'ς τα στιλβωτά θρονία.
Και είδομεν τους δύο Αίαντας ομού, τον μεν υιόν του Οιλέως, τον δε του Τελαμώνος γόνον, άνακτα της Σαλαμίνος, μετά του Πρωτεσιλάου παίζοντας πεσσούς, και τον έγγονον του Ποσειδώνος Παλαμήδην, τον δεινόν εις το αγώνισμα του δίσκου, ως επίσης Μηριόνην τον θαυμάσιον πολεμιστήν, τον νησιώτην Λαερτίδην Οδυσσέα μετά του περικαλλούς Νηρέως.
Αναχωρήσας από Ναύπλιον ο Καραϊσκάκης μετέβη εις την Στερεάν Ελλάδα καθ' ην εποχήν ο Γκούρας είχε λάβει υπό την εξουσίαν του και ετοίμαζε να πέμψη εις την Κυβέρνησιν τον Οδυσσέα, ο οποίος υποπτεύσας από μέρους των Τούρκων κίνδυνον είχεν επιστρέψει πάλιν εις τους Έλληνας. Το έργον του Γκούρα δεν εφάνη αρεστόν ούτε εις τον Καραϊσκάκην, ούτε εις τους λοιπούς αρχηγούς, διότι εφοβούντο το παράδειγμα.
Αυτά 'πε, και 'ς ταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμου 'ς τα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι. κ' έτρωγεν όσον ο αοιδός 'ς το μέγαρο ετραγούδα• και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος, τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα 360 'ς το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις, να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν• και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση. άρχισε αυτός να διακονά δεξιά και 'ς τον καθέναν 365 το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης. και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία, και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε.
Τι εννοείς όμως και διατί; Σωκράτης. Το ότι δεν νομίζεις ότι ο Αχιλλεύς ψεύδεται εκ προαιρέσεως, αφού αυτός ήτο τόσον πλάνος και οπισθόβουλος εκτός της καυχησιολογίας του, καθώς τον παρέστησε ο Όμηρος, ώστε και από τον Οδυσσέα φαίνεται ότι θεωρεί ανώτερον τον εαυτόν του, και τόσον μάλιστα, ώστε εμπρός εις αυτόν ετόλμησε να ειπή ο ίδιος αντιφάσκων εις τον εαυτόν του και μάλιστα χωρίς να τον εννοήση ο Οδυσσεύς.
Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Μητέρα, δεν αφίνεις 345 τον ποθητόν μας αοιδόν να τέρπη ως θέλει ο νους του; αίτιοι δεν είν' οι αοιδοί, μόν' αίτιος είν' ο Δίας, οπού εις καθένα των θνητών των σιτοφάγων δίδει όπως εκείνος βούλεται• ποσώς δεν έχει κρίμα τούτος εάν των Δαναών ψάλλη την μαύρη μοίρα• 350 ότι επαινούν οι άνθρωποι μάλιστα εκείνο τ' άσμα, 'που εις όσους τ' ακροάζονται νεώτατο αντηχάει. και την καρδιά σου σφίξε συ, με υπομονή ν' ακούης• και δεν εχάθ' η επιστροφή μόνου του Οδυσσέα, μες την Τρωάδ', αλλά πολλοί άλλοι εχαθήκαν άνδρες. 355 αλλ' άμε σπίτι, έχε 'ς τον νου τα έργα τα δικά σου, την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε ταις δούλαις να εργάζωνται, και αμ' άφησε για λόγους να φροντίζουν οι άνδρες, κ' εγώ μάλιστα, 'που 'μαι 'ς το σπίτι ο κύριος».
Θαύμασε αυτή κ' εγύρισε 'ς το δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθη 'ς την καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 'ς τα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν• και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του, το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115 και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν, και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα, μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι, 'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον• τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120 καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα• και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα, έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση• κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125 'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε•
'Σ εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι». Είπε και κείνος κάθισε 'ς το στιλβωτό θρονί του. ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, 410 και 'ς τον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον.
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155 όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα, πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν