United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε καιτον Αντίνοον πικρόν ίσιασε βέλος· εκείνος τότε δίχερον εσήκονε ποτήρι ολόχρυσο και το 'σφιγγετα χέρια, να ρουφήση 10 κρασί, και φόνου μες τον νου δεν είχε φαντασία· και ποίος θα φαντάζονταν, 'ς την μέσην των συνδείπνων, απ' έναν μόνον, εις πολλούς ανάμεσ', αν και ανδρείον, φαρμακωμένον θάνατον, μαύρην να λάβη μοίραν; 'ς τον λαιμό τον σημάδευσε κ' επίτυχ' ο Οδυσσέας· 15 τ' απαλό σνίχι πέρασε και αντίκρυ βγήκε η λόγχη· έγυρε αυτός και του 'πεσεν από το χέρ' η κούπα, και απ' τα ρουθούνι' ανάβρυσεν αίματος ανθρωπίνου κρουνιά χοντρή· κ' έσπρωξε αυτός την τράπεζα μακράν του με τα δυο πόδια, κ' έχυσε τα φαγητάτο χώμα, 20 και τα ψημένα κρέατα και ο σίτος μολυνθήκαν. άμα τον άνδρ' είδαν νεκρόν, με τρόμο σηκωθήκαν απ' τα θρονιά και αλάλαξαντα δώματα οι μνηστήρες, και με τα μάτια πανταχού τους τοίχους εξετάζαν, αλλ' ουδ' ασπίδα ευρίσκονταν ουδέ βαρύ κοντάρι. 25 και χολωμένοι ωνείδισαν βαρειά τον Οδυσσέα· «Ω ξένε, κακά σκέφθηκες να σημαδεύης άνδραις· ύστερος είναι αγώνας σου· μη να σωθής ελπίσης· άνδρα συ τώρα εφόνευσες 'που ο πρώτος ήταν νέος εις την Ιθάκην· όθε δω γύπες εσέ θα φάγουν». 30

Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν, τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· 490 «Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος». Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου, εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος, και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα· «Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». 495

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ναι, τούτ' όσ' είπες, ω θεά, λάθος ποσώς δεν έχουν· αλλ' η ψυχή μου μεριμνά 'ς τ' ανήσυχά μου στήθη το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσω μόνος, και πάντοτ' είναι αυτοίτο δώμα συναγμένοι. 40 και άλλο τι μεγαλήτερο μεριμνά μέσα ο νους μου· με του Διός την δύναμι και σέν' αν τους φονεύσω, πού θαύρω εγώ καταφυγή; να το σκεφθής ζητώ σε».

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω γραία, τούτ' ομολογούν, εμέ και αυτόν όσ' είδαν, ότι ομοιότητ' έχουμε πολλήν εμείς οι δύο, καθώς και συ το νόησες με καλήν βλέψι κ' είπες». 385

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· 70 «Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις; μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος, καιτο κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία; αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων. ότι κ' εγώ πανευτυχήςτον κόσμον ήμουν κ' είχα 75 πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη· και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται· αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. 80 όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην την λάμψιν, οπ' ανάμεσαταις δούλαις σε στολίζει, η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση, ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας· κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, 85 ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του Τηλέμαχον και αν ανομείτο σπίτι του καμμία των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι».

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Μάννα, τι θα ταις είπης συ; φροντίδα σου δεν είναι· 500 θα ταις νοήσω μόνος μου καλώς, την καθεμία· σώπαινε συ, καιτων θεών το θέλημ' αναπαύου».

Σ' εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Σίγα, τον νουν σου κράτησε, μηδέ ποσώς ερώτα· τούτος ο τρόπος των θεών κατοίκων του Ολύμπου· αλλ' άμε συ ν' αναπαυθής, και αυτού θα μείνω μόνος, 'ς ταις δούλαις, 'ς την μητέρα σου, και άλλην να δώσω αιτία· 45 θα μ' εξετάσηόλ' αυτή μες το παράπονό της».

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Θάρρου· ως προς τούτο παντελώς ας μη φροντίση ο νους σου·το σπίτι τώρ' ας έμπουμε, 'πού 'ναι σιμάτον κήπο· κει πρώτα τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον και τον βουκόλον έστειλα, τα γεύμα να ετοιμάσουν». 360

Απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνον Οδυσσέας· 105 «Δράμε και φέρ', ενόσω εδώ βέλ' είναι να παλαίσω, μη με κινήσουν, μοναχός ως είμαι, από την θύρα».