United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος της είπεν Οδυσσέας· 70 «Με πάθος τόσο, απάνθρωπη, γιατί με κατατρέχεις; μη τάχ' ότ' είμαι ανάλειπτος και κακοενδυμένος, καιτο κοινό ψωμοζητώ, καθώς με βιάζ' η χρεία; αύτ' είν' η όψι των πτωχών των περιπλανωμένων. ότι κ' εγώ πανευτυχήςτον κόσμον ήμουν κ' είχα 75 πάμπλουτο σπίτι, και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη· και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι, και υπέρπλουτοι λογιούνται· αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησις του Δία. 80 όθεν και συ σκέψου, ω γυνή, μή ποτε χάσης όλην την λάμψιν, οπ' ανάμεσαταις δούλαις σε στολίζει, η δέσποινά σου αν σ' οργισθή και σε κακοποιήση, ή φθάσ', όπως ελπίζεται, ο θείος Οδυσσέας· κ' εάν εχάθη, ως λέγετε, και δεν θα φθάση πλέον, 85 ανάθρεψεν ο Απόλλωνας, ιδού, τον μονουιόν του Τηλέμαχον και αν ανομείτο σπίτι του καμμία των γυναικών, το βλέπει αυτός, και πλειά παιδί δεν είναι».

Και μετά ταύτα αφάνισεν ολόκληρον την βασιλικήν μου πόλιν, τα παλάτια, τα σπίτια, τους πύργους, τας πλατείας, και όλον τον πολυάριθμον λαόν κατεβύθισεν εις αυτήν την λίμνην που βλέπεις.

Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει, 'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410 κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα, εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε• των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415 η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος. όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης ψωμί, κ' εγώτα πέρατα της γης θα σε δοξάζω. ότι κ' εγώ πανευτυχήςτον κόσμον ήμουν κ' είχα πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420 όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη. και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται. αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία. με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση. τα ισόπλευρα καράβια μουτου Αιγύπτου το ποτάμι έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων σιμάτα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, και πρόσκοποι ν' αποσταλούνταις κορυφαίς τριγύρω. 430 κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των, και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις. κ' ευθύς επήγε τ' άκουσματην πόλι τους, κ' εκείνοι, άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435 και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440 άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν, κ' εμέτην Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα• κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».