Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Και από το σύδενδρο νησί 'ς ταις κορυφαίς του Ολύμπου ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310 έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη• ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα• 'ς αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη• ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315 μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε• «'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320 είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μου 'ς την Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση• φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα• «ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325 πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα• πλην συ 'ς τα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330 'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335
Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει, 'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410 κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα, εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε• των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415 η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος. όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης ψωμί, κ' εγώ 'ς τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω. ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420 όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη. και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται. αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία. με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425 'ς την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση. τα ισόπλευρα καράβια μου 'ς του Αιγύπτου το ποτάμι έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρω. 430 κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των, και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις. κ' ευθύς επήγε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435 και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440 άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν, κ' εμέ 'ς την Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα• κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν