Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Και από το σύδενδρο νησίταις κορυφαίς του Ολύμπου ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310 έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη• ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα•αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη• ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315 μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε• «'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320 είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μουτην Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση• φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα• «ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325 πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα• πλην συτα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330 'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335

Ω! απάνου απ' τη χρυσή πεδιάδα, τούτο το πρωί της Κυριακής, άκουσε, σκυφτή, τον ήχο που σε κρίνει! Γύρισε πίσω. Πάντα ο πραματευτής στο στενό δρόμοπάντα η φωνή του στο δειλινό! Πάντα η φωνή του στην πορφυρή ώραόταν κάποιο φτωχό τζάμι της Αθήνας ανάβει απ' την ενθύμησι του ήλιου που έσβυσε!

Β' ΑΝΗΡ Εμπόδιο μονάχος δεν θα γίνω. Α' ΑΝΗΡ Γιατί; Β' ΑΝΗΡ Κι' άλλοι θ' αργήσουνε περισσότερο επίσης. Α' ΑΝΗΡ Συ όμως εν τω μεταξύ τραβάς να την γεμίσης. Β' ΑΝΗΡ Θα πάθω τι, παρακαλώ; Κάθε πολίτης με μυαλό αρμόζει της πατρίδος του τους νόμους να κρατή. Β' ΑΝΗΡ Θα πάω να χωθώ κ' εγώ με κεφαλή σκυφτή. Α' ΑΝΗΡ Και αν δούλεψη ξύλο, τι; Β' ΑΝΗΡ θα της ενάξω στον κριτή.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αν και χλωρή 'ναι ακόμα η μνήμη του θανάτου του ποθητού μας αδελφού Αμλέτου, κ' ήταν πρέπον να θλίβεται η καρδιά μας, και ο λαός μας όλος να σκύφτη μ' ένα μέτωπο θλιμμένο, όμωςτην φύσιν τόσον αντιτάχθη ο λόγος, ώστε με θλίψιν γνωστικήν να τον ποθούμε, χωρίς να λησμονούμ' εμείς τον εαυτόν μας.

Αλλά την ίδια στιγμή, και με μάτια τέσσερα, ο Σκοινάς, για να μην τον καταλάβη ο εργάτηςαπάν' απ' το κεφάλι τους ήταν ένας πεύκος, μεγάλο δένδρο· ο μεροκαματιάρης άνθρωπος, καθώς έσκυφτε κ' έσκαβε, δεν έβαλε ο νους του να κυττάξη καταπάνω. Θα πης, γιατί; Δεν ήτο κισμέτι, τόσο ήτον το ριζικό του, η μοίρα του ήτον να σκύφτη και να σκάβη.

Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι' ο γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρώτερα και δυνατώτερα «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' από τα ξηρά και βροντερά πατήματα πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλλάρης.

Εις τούτο του έδωκε κατ' αρχάς αφορμήν να προσέξη ο πατέρας του, όστις μεταβάς κάποτε εις την μάνδραν ανεφώνησεν όταν τον είδε: — Μώρ' αυτό το κοπέλι εμεγάλωσε, αφτάρμιστά του! Εμεγάλωσε λέει; Τότε και ο Μανώλης ενθυμήθη ότι από τινος ηναγκάζετο να σκύφτη, όπως οι μεγάλοι βοσκοί, διά να μη κουτουλά εις το ξύλινον ανώφλιον του μιτάτου.

Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφινέ τα τά κοτόπουλα κ' έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δης το πουλί που σου φέρνω. Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει. — Τι 'ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσης στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μούφερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν