United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατ' εκείνην την στιγμήν ο κώδων της Μεταμορφώσεως εσήμανε τας δώδεκα, και ο καθηγητής ενθυμήθη πρώτον μεν ότι τον επερίμενε το πρόγευμα εις την οικίαν του, δεύτερον δε ότι ο Λιάκος έτρωγε συνήθως εις ξενοδοχείον όπισθεν της πλατείας κείμενον. Επορεύθη λοιπόν προς το ξενοδοχείον και πράγματι συνηντήθη προ της θύρας του ξενοδοχείου με τον πρωτοδίκην. — Ω αδελφέ, ανεφώνησεν, ω αδελφέ!

Τότε ενθυμήθη την χορεύτριαν του πύργου, και εσυλλογίσθη ότι δεν θα την μεταϊδή, και εβόισαν εις τ' αυτιά του οι στίχοι του νανναρίσματος: $Νάνι, θα 'λθη η μάνα του $Απ' το δαφνοπόταμο $Κι από το γλυκό νερό, $Να του φέρη λούλουδα, $Λούλουδα, τριαντάφυλλα $Και μοσχογαρούφαλα. Ενώ ενθυμείτο όλα αυτά, το χάρτινον πλοιάριον ήνοιξε και έπεσεν ο στρατιώτης εις το νερόν.

Ακουσίως της η νεαρά γυνή ενθυμήθη πάλιν τον Οθέλλον και την ρήσιν του· πραγματικαί δε τώρα υπόνοιαι, υφέρπουσαι εις τον εγκέφαλον, σιγά και κατ' ολίγον εις τας αρχάς, ορμητικώτεραι δε βαθμηδόν, την εβασάνιζον. — Να μ' απατά, άραγε; είνε δυνατόν; αυτός, ο τόσον ερωτευμένος προ ολίγου ακόμη, ο τόσον αφωσιωμένος; Αλλά πάλιν, τι σημαίνουν αι απουσίαι αυταί και η ευθυμία του όταν επιστρέψη, η οποία όμως είνε τόσον σύντομος και παροδική; ω! αν μ' απατά . . . Και ερυθρίασεν από εντροπήν και από θυμόν το αβρόν πλάσμα, το οποίον, εν τη φιλαυτία του, επίστευσεν ότι η ευτυχία του θα ήτο ακλόνητος!

Όπως πεισθή τις περί τούτου αρκεί να ενθυμηθή, ότι διά της υπεροχής των βραχιόνων και του εγκεφάλου των κατέκτησαν εν ιδρώτι του προσώπου αυτών και κατέχουσιν οι άνδρες πάντα τα επί της γης αγαθά, αι δε γυναίκες μόνον παρ' αυτών δύνανται να λάβωσιν όσα αδυνατούσιν ως επί το πολύ διά της ιδίας εργασίας να πορισθώσι, τροφήν, στέγην, ένδυμα, υπεράσπισιν κατά πάσης προσβολής, πολυτελή κοσμήματα, κοινωνικήν θέσιν, προίκα και πάντα εν γένει τα αναγκαία ή απλώς αρεστά αυταίς.

Κάποια ευσεβής γυνή θα ενθυμήθη ίσως ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας, επί τη παραμονή του Αχράντου Τοκετού της, και θα το είχε παρακάμει εις το λάδι και τα φιτύλια, ώστε να μεταβάλλη τας κανδήλας εις πυροφάνεια. Αλλά συγχρόνως ακούει φωνήν και ψίθυρον έσωθεν του ναού, ως αναγνώσεις ή σιγανάς ψαλμωδίας μοναχών προσευχομένων.

Τίποτε δεν είχε να ενθυμηθή μικρός, τίποτε να ενθυμηθή μεγάλος. Μικρός ποτέ δεν έκαμε Χριστούγεννατην χώραν, παρεπονείτο πολλάκις.

Η Φραγκογιαννού δεν είχεν ενθυμηθή την στιγμήν εκείνην το όνειρον της Αμέρσας, το οποίον αύτη ελθούσα προ μιας ώρας, μεταξύ του δευτέρου και του τρίτου λαλήματος του πετεινού, είχε διηγηθή εις την μητέρα της! Είχε «ψηλώσει» ο νους της!

Πλησίον του επί μιας ψιάθου, με τας κνήμας οκλαδόν εκάθητο έν παιδίον το οποίον εμειδία διαρκώς. Επειδή δε εδυσκολεύετο να ενθυμηθή τον χαλδαϊκόν του όνομα το ονόμαζεν απλώς ο Ασιανός. Από καιρού εις καιρόν εξηπλούτο επάνω εις το τρικλίνιον, και οι γυμνοί του πόδες εδέσποζον της ομηγύρεως.

Έφευγε λοιπόν από κάθε στάνην, οπόθεν τον έστελλαν να βγάλη πεταλίδες. Και δεν επήγαινε μεν να βγάλη πεταλίδες, αλλ' επήγαινεν εις άλλην στάνην, εις άλλο κατάμερον. Την ημέραν εκείνην συνέβη ο Αγκούτσας να ενθυμηθή τον Στάθην τον Μπόζαν. Και αφού τον ενθυμήθη, ήλθε να τον επισκεφθή.

Οι πλείστοι εκ των συνδαιτυμόνων δεν ηδύναντο να σταθούν εις τους πόδας των. Ο Πετρώνιος δεν ήτο μεθυσμένος, αλλ' όστις εν αρχή, κηδόμενος της ουρανίας φωνής του, απέφευγε να πίνη είχεν εκκενώσει κατόπιν κύλικα επί κύλικος και εμεθύσθη. Ήθελε μάλιστα να ψάλη ακόμη στίχους του, στίχους ελληνικούς την φοράν αυτήν, αλλά δεν κατώρθωνε να τους ενθυμηθή, και κατά λάθος έψαλεν άσμα του Ανακρέοντος.