United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι εικόνες έλαμπον προ των αναφθέντων κηρίων, και τα εζωγραφημένα πρόσωπα των αγίων εμειδίων, θαρρείς, εξ ευχαριστήσεως. Προσηυχήθησαν ακόμη. Η νεάνις εκόλλησε και μίαν πεντάραν εις την εικόνα του αγίου και ο άγιος την εδέχθη. Ησπάσθησαν τας εικόνας, έρριψαν και άλλο έλαιον εις τας κανδήλας «να ξενυκτίσουν», τόσον δε πολύ ώστε εξεχείλισαν, και εχύνετο κάτω εις της πλάκες, κ' εξήρχοντο.

Εκάθισεν η μικρά κόρη· από υψηλά η κανδήλα εμπρός από το εικόνισμα έφεγγεν εις όλον το δωματίων, αλλ' ο εργαλειός τώρα ήτον δυσκολοκίνητος· κάτι τον εμπόδιζε, δεν θα τον είχαν καλά στερεώσει! Εβγήκεν η Φρόσω και προσπαθούσε να εύρη τι έπταιεν, αλλά έπεσε κάτω ένα πράγμα και έλαμψεν εις το φως της κανδήλας! Κυττάζει, ήτον μία λίρα, ένα χρυσό εικοσάφραγκο!

Και έλαμπον τα μαύρα τα μάτια της από την χαράν και από την ελπίδα, και περιήρχετο τα εξωκκλήσια κατά τας εορτάς ξένοιαστος κ' ελευθέρα παθών και βασάνων, ανάπτουσα τας κανδήλας και δεομένη του Δεσπότου Χριστού, όστις φροντίζων εν τη απείρω αυτού αγαθότητι περί των πετεινών του ουρανού, τα οποία ούτε σπείρουσιν ούτε θερίζουσι, πολύ περισσότερον φροντίζει περί των ευσεβών και αγαθών θυγατέρων.

Ενύκτωσε πλέον κι εγώ δεν ησύχαζον. Κατ' επανάληψιν μετέβαινον εις την πλατείαν του ναού ανυπομονών. Πλην βλέπων την θύραν κλειστήν και διά του θαμβού υελοπίνακος των θυρίδων φως κινούμενον και περιπατούν εις το σκοτεινόν του ναού βάθοςήτο η εκκλησιάρχισσα ετοιμάζουσα τας κανδήλαςεπέστρεφον εις την οικίαν μας φοβισμένος.

Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού», και ότι πτωχός ιερεύς «προσέφερε τω θεώ θυσίαν αινέσεωςΚαι να περιγράφης το εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς μορφάς των Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν αυτά ημείς. Θέλομεν διήγημα, το οποίον να είνε όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης.

Επί του κωδωνοστασίου του ναΐσκου, χαμηλά εντός κόγχης, υπήρχε τότε μικρόν εικονισμάτιον του τροπαιοφόρου αγίου μετά κανδήλας και μικρού κουτιού ένθα οι διαβάται και οι ερχόμενοι έξωθεν χωρικοί έκαμνον τον σταυρόν κ' έρριπτον τον οβολόν των.

Ηθέλησε να εξέλθη από το στασίδι και να ομιλήση προς εκείνην. Αλλ' ο μπάρμπα-Γιωργός τον εκράτησεν από τα ράσσον ψιθυρίζων:. — Μη, παπά-Κονόμε! Μη! θα σ' πάρη τη μιλιά... Η λευκοφόρος κόρη έλαβε τότε το λαδικόν και έκαμε κινήσεις πως γεμίζει λάδι τας κανδήλας και κατόπιν επήγεν εις το Άγιον Βήμα. — Μη, παπά-Κονόμε! Μη! έλεγε πάντοτε έντρομος ο Μπάρμπα-Γιωργός προς τον ιερέα.

Η Γερακούλα είχεν ανέλθει εις την Παναγίαν, επάνω επί της οδού, ίνα ανάψη κατά το σύνηθες τας κανδήλας της εκκλησίας κ' ευχηθή.

Σκονισμένα, αραχνιασμένα, ως πένθιμα σύμβολα διαζευχθέντος ανδρογύνου, εφωτίζοντο, ημέραν και νύκτα, αμυδρώς, υπό της ιεράς εκείνης κανδήλας του εικονίσματος.

Η νεάνις μετ' ολίγον, τακτοποιήσασα πάντα, ήναψε τας κανδήλας, η γραία έρριψε θυμίαμα επί του προχείρου εκείνου θυμιατού, ήναψε τα κηρία οπού έφερε μαζί της, και προσηύχετο ενώπιον της εικόνος του Χριστού, παραπονουμένη μετά δειλίας πενθίμου: — Για πέντε συχνάτσες!