United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσκέφθη ότι το Μαρούλι υπετάγη εις την υπερτέραν βίαν βλέπουσα το αδύνατον της αντιστάσεως. Εισελθών εις το μαγαζί, απέθηκε το φορτίον του εις τον ξύλινον καναπέν και ήναψε τον λύχνον. Αλλ' όταν εστράφη με το φως έμεινε κατάπληκτος και μέγα μέρος των ατμών της μέθης του διελύθη διά μιας. Αντί της κόρης, είδεν ενώπιόν του την μητέρα. Η χήρα ήτο ενδυμένη και εφαίνετο ότι δεν είχε κοιμηθή.

Δεν είχεν αρκετά ενδύματα όπως ενδύση τους ανθρώπους, αλλ' έδωκεν εις τον ένα φανέλλαν, εις τον άλλον υποκάμισον, και εις τον τρίτον μίαν κάπαν. Εις το προαύλιον της καλύβης του, επί του σαρωμένου και στιλπνού εδάφους, ήναψε φωτιάν, και οι τρεις άνθρωποι καθίσαντες τριγύρω επροσπάθουν να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα των. Εν τω μεταξύ διηγήθησαν εις τον χωρικόν πώς είχον ναυαγήσει.

Αλλ' ο φιλόσοφος απείχεν αυτής υπέρ τα πεντακόσια βήματα. Η Αϊμά ησθάνθη ρίγος, και τυλιχθείσα εις το περιώμιόν της έσπευσε να επανέλθη έμφοβος εις το σπήλαιον. Ήναψε τον λύχνον, διότι το σκότος επήλθεν ήδη προ της νυκτός. Φαίνεται δε ότι την ημέραν εκείνην είχε συμβή έκλειψις ηλίου. Μετ' ολίγον ήλθε και ο φιλόσοφος.

Το πηδάλιον βιαίως συγκρατούμενον εν τη θέσει του, επάλαιε κατά της σιδηράς ορμής της θαλάσσης κ' εκρότει, κάπου συγκρουόμενον, ως του χαλκέως η σφύρα επί του άκμονος, να απελευθερωθή, θαρρείς, από των ορειχαλκίνων βελονίων του. Ο πλοίαρχος, κατελθών προς στιγμήν, ήναψε σιγάρον, σκυθρωπός, αμίλητος. Και πάλιν ανήλθεν επί του καταστρώματος σκυθρωπός, αμίλητος.

Και πώς το ελυπήθηκε ο Μάκβεθ! Δεν τον είδες πώς ήναψε το αίμα του και ώρμησεν αμέσως κ' εσκότωσε τους φύλακας, ενώ κ' οι δύο ήσαν δούλοι ακόμη του πιοτού κ' αιχμάλωτοι του ύπνου; Μη δεν το έκαμε καλά; — Και γνωστικά προς τούτοις! Διότι ποιος δεν ήθελε μ' αυτούς αγανακτήσει αν ήκουε να τ' αρνηθούν αυτοί κατόπιν; Ώστε συνέπεσαν τα πράγματα περίφημα, σου λέγω.

Το φόρεμά της ήναψε διά μιας, και εκάη όλη αμέσως. Τότε και ο στρατιώτης έλυωσε. Και την αυγήν η υπηρέτρια, όταν επήρε την στάκτην, τον ηύρε μέσα εκεί. Είχε γείνει ένας βώλος, αλλά ωμοίαζεν ωσάν καρδία το σχήμα του. Από δε την χορεύτριαν δεν εσώθη τίποτε, παρά μόνον το τριαντάφυλλόν της, το οποίον είχε μισοκαή και ήτο κατάμαυρον. Μίαν φοράν ήτο μία δραχμή.

Ούτε ανθρώπινον ον ήτο πού, ούτε συνέβη τι, ούτε ψόφος τις ηκούετο. Ενόησεν ότι είχε καταστή παίγνιον των ονείρων. Επανήλθεν εις την καλύβην λίαν κατηφής. Ήναψε λύχνον και πλησιάσας σιγά εις την κλίνην, όπου εκοιμάτο αόρατος η Αϊμά, διότι το σανίδωμα την απέκρυπτεν από των βλεμμάτων, έτεινε το ους. Ήκουσε την ομαλήν και ηρεμαίαν αναπνοήν της νέας, ήτις εκοιμάτο ως αρνίον.

Και της έκαμναν προικιά και πανωπροίκια. Διά τούτο και ενίκησεν αυτή. Άμα ενύκτωσεν, η Αφέντρα ήναψε τον λύχνον, έκλεισε την πόρταν της και πλύνασα τα αγρολάχανα, τα έβαλεν εις το μικρόν χάλκωμα, έχυσε νερόν εντός, έρριψε ξηρά ξύλα εις την εστίαν, και ανεβίβασε το χάλκωμα εις την πυροστιάν· είτα ήρχισε να φυσά το πυρ.

Τ' αναπηδήσαντα από τους οφθαλμούς της δύο δάκρυα δεν τα είδε κανείς, κανείς, ουδέ το σκότος, διότι ευθύς αι χειρίδες της τα εξήλειψαν. Διά σταθεράς χειρός ήναψε μικρόν κηρίον, ενέπηξεν αυτό επί του εδάφους, προ του εικονισματίου της και γονυπετήσασα ητένισεν αυτό ευλαβώς.

Αλλ' όταν ήναψε κ' εμέ το αίμα μου, και είδε ότι θα μ' εύρη τολμηρόντο δίκαιόν μου, — είτε διότι τον εξίππασα με τα ξεφωνητά μου, — εστράφη κ' έφυγ' απ' εδώ. ΓΛΟΣΤ. Να κρημνισθή! Να φύγη! Εδώ αν μείνη, κ' ευρεθή κρυμμένος, να τον πιάσουν, κι' άμα τον πιάσουν, θάνατος!