United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο Κύριος, εν αγανακτήσει, εις επήκοον πάντων, τον ήλεγξεν: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! σκάνδαλόν μου ει· δη ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Αύτη η σαρκική και παχυλή και ανθρωπίνη σκέψις σου, αύτη η απόπειρα όπως με αποτρέψης από το βάπτισμα του θανάτου, είνε αμάρτημα κατά των σκοπών του Θεού.

Διηυθύνθη λοιπόν προς τα εκεί, ακόμη περισσότερον τόρα ανυπόμονος να ίδη τον Γιάννο, ωθουμένη μάλλον εξ επιθυμίας προς αυτόν ή από μητρικού φίλτρου προς την Μάρω, έκραξε κ' εκεί αλλά καμμία απάντησις· και του σκύλου το γαύγισμα είχε παύσει: — Τι διάβολο έγειναν; εψιθύρισεν εν αγανακτήσει, σταθείσα. Αίφνης ιδέα τις διήλθε του νου της.

Όχι, πλαϊνά κάνε, σαν τα καρυοφύλλια τα 'δικά σας· απήντησεν ούτος, μιμούμενος την Ρουμελιωτικήν προφοράν, ίνα δήθεν επιτείνη την ειρωνίαν των λόγων του. — Μπρε, τα 'δικά μας μπρε, εδιώξαν τους τούρκους! εφώναξεν εν αγανακτήσει ο γέρων. — Τι να σου κάμω!. . απήντησεν ο ενωμοτάρχης κινών την κεφαλήν· ήθελα πενήντα τούρκοι να είχαν από τούτα 'δώ και να 'βλεπες την παληοκαπότα!. . .

Υπάρχουσι λόγοι να πιστεύσωμεν ότι τα εμπορεία και τα αργυραμοιβεία, τα οποία είχον καθιδρυθή υπό τας στοάς του Ναού, και τα οποία ο Χριστός εν αγανακτήσει διεσκόρπισε, ου μόνον ήσαν εγκεκριμένα υπό της εξουσίας των αρχιερέων τούτων, αλλ' ήσαν διωργανισμένα προς ίδιον κέρδος των.

Μην την πιστεύσης· θα σε σφάξη, Γιάννο μου! εφώναξεν η Μάρω, ήτις ενόησε τον αδελφόν της κλονιζόμενον. Ο Γιάννος εις τους λόγους της Μάρως συνήλθεν ευθύς· ανεμνήσθη όλα τα προ μικρού παθήματά του, την εξαχρείωσιν της Κυρά Ρήνης και λαμβάνων την χείρα της Μάρως επήδησε μετ' αυτής εις την λίμνηνΝα τε!. . . εφώναξεν η μάγισσα, εν αγανακτήσει, φασκελόνουσα αυτά με τας δύο χείρας της.

Πήγαινε τοντη σάλα! παραγγέλλει η κυρία. Ο Περδίκης εξέρχεται, και μετά τινα λεπτά επιστρέφει φωνών εν αγανακτήσειΑι! με παρασκότισαν! — Ποίος ήτον; ερωτά περιέργως η σύζυγός του. — Δεν τον γνωρίζεις ένας παλαιός φίλος μου. Ο Περδίκης αποσιωπά εντελώς, ότι ο παλαιός του φίλος συνυπηρέτει ποτέ μετ' αυτού εν τω αυτώ καφενείω. — Και τι σε ήθελε;

Παρακαλώ σε, θέσε το κάτου, και ησύχασε· όταν καή θα δακρύζη, που σ' έχει αγανακτήσει. Ο πατέρας μου είναι βυθισμένος εις την σπουδή του· παρακαλώ σε, αναπαύου· για τούτες τες τρεις ώρες αυτός δεν βγαίνει. ΦΕΡΔΙΝ. Ω υπεράκριβή μου Κυρία, ο ήλιος θέλει βασιλέψη, και πάλι θα μείνη ακάμωτος ο διωρισμένος κόπος.

Μίαν πρωίαν τέλος, εν στιγμή ακροτάτου ερεθισμού, έπεσεν εις τους πόδας της Αρσινόης, εξομολογούμενος με γλώσσαν πυρίνην, το κατατρώγον αυτόν πάθος . . . . Εκείνη, ήτις προ πολλού τον εμάντευε, απέκρουσεν, ως είδαμεν, υπερήφανα, εν αγανακτήσει, την αυθάδη εξομολόγησιν, ότε δ' εκείνος απηλπισμένος απήρχετο, εκείνη ανελύετο εις δάκρυα . . .

Και τρέχουν όλα αυτά, και όλοι αυτοί με ταχύτητα δαιμόνων, με βοήν χιλίων καταρρακτών του Νιαγάρα! — Ούρρα Αμέρικα! — Μα βρε αδελφέ, μα βρε αδελφέ, λέγω ξεγλωσσισμένος προς ένα ερυθρόδερμον, τι κάνετε εδώ; Θα σκάση όλη η Αμερική; — Δεν ξέρεις τι κάνομεν! μου είπε θαυμάζων ο Ινδός και σείων εν αγανακτήσει το μέγα κέρατον το οποίον του εχρησίμευεν ως πολεμικόν στόλισμα της κεφαλής.

Αλλ' όταν έμαθον την πράξιν ταύτην, ή είδον αυτήν, και έλαβον καιρόν να συνέλθωσιν από τον θαυμασμόν και την έκπληξίν των, ήλθον προς τον Ιησούν, και μη τολμώντες να καταδικάσωσιν ό,τι έπραξε εν συγκεκαλυμμένη αγανακτήσει, του εζήτησαν σημείον ότι είχε δικαίωμα να πράττη ούτω.