Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ακούσατέ με, φίλοι μου, — αλλά θα ομιλήσω περί τούτου εις αρμοδιωτέραν στιγμήν. Ο άνθρωπος ούτος φαίνεται ανυπόμονος να αναγγείλη τας ειδήσεις του· ας ακούσωμεν τι θα είπη. — Πόθεν έρχεσαι; ΑΓΓΕΛΟΣ. Είμαι κ' εγώ δυστυχής Αιγύπτιος.
Βιασμένος λοιπόν από την πείναν, και ανυπόμονος διατί δεν του έφερναν ογλήγορα καθώς εποθούσεν, εκτυπούσε τους πόδας του κατά γης, και έτριζε τα δόντια του γυρίζοντας τους οφθαλμούς του εις τρόπον που έκανεν εις όλους φόβον. Τέλος πάντων βλέποντας να του φέρουν το φαγί που επιθυμούσεν, ευθύς ερρίχθη επάνω του με με μίαν προθυμίαν, που μας εθαύμασε.
ΖΕΥΣ. Υποθέτω, άνδρες θεοί, ότι η περιέργειά σας είνε ζωηρά, και ανυπόμονος διά να μάθετε τον σκοπόν διά τον οποίον συνεκλήθητε. Αφού λοιπόν ούτως έχει το πράγμα επόμενον είνε και πρέπει να με ακούσετε με προθυμίαν και προσοχήν.
Ο Μόρφος ήταν πιο φρόνιμος από τον Ζώη και ο Ζώης πιο ορμητικός από τον Μόρφον και πιο ανυπόμονος. Μαζή με τον έρωτά του έδειχνε και το πείσμα του το μεγάλο για την αντίστασι την αδικαιολόγητη της Σμαραγδούλας. Η φιλοτιμία του ήταν πολύ πληγωμένη γιατί δεν ήταν μόνο καλός γαμπρός, μα και ωραίο παλληκάρι.
Ο μπάρμπα-Σταύρος ρίψας εις τους ώμους του — αναπεταρίκι — μίαν παλαιάν γούναν, και χουχουλίσας τας χείρας του, και θωπεύσας είτα προς τα κάτω ως διά κτενίου τους μύστακάς του τους στακτερούς, ένθεν και ένθεν, ήνοιξεν ανυπόμονος το παράθυρον προς την οδόν διά να ίδη. — Δεν έχ' π' θενά σήμερα! επανέλαβε. — Νά τα!
— Και για τι &πράμματα& εσένα σε μέλει; απήντησεν ο πυλωρός μιμούμενος την επίρρινον φωνήν του αιπόλου. — Άκουσε να σου 'πω! πού είσαι! έκραξεν ανυπόμονος ούτος τρέχα να πης στους προεστούς το καλό π' σας θέλω, να μην κατεβάσετε σήμερα το γεφύρι! Το καλό π' σας θέλω! Ακούς; — Να μην κατεβάσωμε το γεφύρι; επανέλαβε μηχανικώς ο πυλωρός όπισθεν της πολεμίστρας.
Μα μην εμποδιζώστε διόλου, σας παρακαλώ. Θα τα κάνω όλα στην εντέλεια· να είστε ήσυχος. Εσείς πηγαίνετε στην κηδεία της μάννας σας. — Ναι, πηγαίνω· κάμετε όπως ξέρετε. Ο Αριστόδημος έφυγε βιαστικά, λες και τον απόλυσαν από τα σίδερα. Ήταν ανυπόμονος να ιδή τη μάννα του. Ο θάνατός της τον ξάφνισε σαν κάτι παράδοξο κι αφύσικο. — Ας όψεται· έλεγε κάθε στιγμή στενάζοντας.
Ήτον ποίημα εκ του προχείρου, αλλά ποίημα που δεν επέτυχε. Διά τούτο λοιπόν δεν με αρέσει. Ένα άλλο! Κάμε ένα άλλο, έστω και εις το πεζόν καθώς αυτό, αλλά διάφορον, πολύ διάφορον. Και να ιδής πως θα με αρέση. Έλα λοιπόν! — ανέκραξεν επί τέλους ανυπόμονος, ωθήσασα διά της μικράς αυτής χειρός τον βραχίονά μου, εφ' ου εστήριζον σιωπηλώς την ανόητον κεφαλήν μου.
Και ο πόνος τού ενός ήταν όμοιος με τον πόνο της άλλης, ήταν ο πόνος ενός ολόκληρου λαού που έφερνε στο νου του, σαν τον υπηρέτη, ένα σκοτεινό παρελθόν και ονειρευόταν, σαν το κορίτσι, ένα φωτεινό μέλλον με τα βάσανα της αγάπης. Έπειτα έπεσε σιγή. Ο Τσουαναντόνι, ανυπόμονος να ξαναρχίσει το ακορντεόν, ήταν ο πρώτος που πετάχτηκε έξω με το σκούφο του στο χέρι.
Τότε εγώ έτρεξα ευθύς εις τον κήπο, και έμεινα εκεί έως που ήλθεν η νύκτα. Αν την πρώτην φοράν έλαβα θλίψιν που είχα μείνει εκεί αργά, ετούτην ήμουν ανυπόμονος πότε να έλθη η διωρισμένη ώρα. Ερχομένη τέλος πάντων, βλέπω ολίγον υστερότερα μίαν κυράν, και από το περιπάτημά της εκατάλαβα ότι ήτον η Καλεκάρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν