Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Η αδελφή Βεάτη είχε την καλήν συνήθειαν να λοιδορή αδυσωπήτως πάσας τας μοναχάς, όσαι είχον την ευτυχίαν να συζώσι μετ' αυτής υπό την αυτήν στέγην. Η αδελφή Βεάτη ήτο φιλοπράγμων και ανυπόμονος εις το έπακρον. Δεν ηνείχετο να υπάρχωσι μυστικά δι' αυτήν.
Ανάμεσα εις τον ρόχθον εκείνον των θαλασσών, ξεχώριζε κάτι ως δούπος, ως κτύπος σφύρας, μονότονον και ρυθμικόν, επίμονον όπως το άσμα του τέττιγος και το λάλημα των στρουθίων. Ο Φάλκος, όσον και αν εβασάνιζε τον νουν του, δεν ενόει τι πράγμα ήτον ο συνεχής εκείνος κρότος. Ανυπόμονος επανήλθεν εις την οικίαν διά να ερωτήση την μητέρα του. Την έσεισε διά να την εξυπνήση.
Οι δύο άλλοι έσειον τους ώμους. Ο κυρ-Μανουήλος εφαίνετο ανυπόμονος, και ομιλών άμα έκαμνε βραχείς περιπάτους περί το μαγγανοπήγαδον. Δύο ή τρεις φοράς έβγαλεν από την τσέπην του γελέκου το ωρολόγιόν του, το εκύτταξε, κ' εφαίνετο λέγων προς τους τρεις εταίρους ότι η ώρα περνά και ότι πρέπει να σπεύσωσι.
Αφού επανειλημμένως ήδη απεδείχθη εν δικαστηρίω το alibi αυτού. Ενόμιζον ότι η μήτηρ μου προσεδόκα έξωθεν του δωματίου ανυπόμονος να μάθη τας ειδήσεις του Εφέντη. Αλλ' όταν εγερθείς παρέκυψα διά της θύρας να ίδω, την διέκρινα εις τους πρόποδας της κλίμακος, ελέγχουσαν χαμηλή τη φωνή, αλλά λίαν σφοδρώς τον αδελφόν μου Μιχαήλον, όστις μετά μίαν στιγμήν, πλήρης ταραχής καθώς ήτο, εξέδραμε της οικίας.
Ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε ανυπόμονος και η μάννα του ετραβήχθηκε. Επεριπάτησε ταραγμένος στην κάμαρα για κάμποση ώρα, έπειτα κοντά τα μεσάνυχτα, ετυλίχτηκε σ' ένα χονδρό σάλι, άνοιξε την πόρτα του ηγουμενιού και κατέβηκε κάτω.
— Ε! και τι να κάμη, σα σας ακούω και σας! έκραξεν ανυπόμονος ο Αλέξανδρος ο Κονόμος. Μπορεί να μνουχίση τον γυιο του; — Καλλίτερα να τον πανδρέψη, είπεν ο παπάς. Έχουμε κορίτσια στο χωριό. Πώς σας φαίνεται η ανηψιά μου, η Ουρανίτσα του Θωμά Κουμπή; — Καλή και άξια, είπεν ο καπετάν Πέρρος. — Καλά θα τον πανδρέψω, είπεν αποφασιστικός ο κυρ Δημητράκης. Σου δίνω τον λόγον μου, παπά μου.
Ανυπόμονος ο Καλίφης διά να πληρώση την επιθυμίαν του, αφίνει τους δούλους και τα άλλα εις το κονάκι, και την ιδίαν ώραν ξαναγυρίζει προς τον ευεργέτην του, και ευρίσκοντάς τον μόνον είπεν.
Ίδετε την νικήτριαν του Ιλίου και των Φρυγών πως προχωρεί εστεμμένη ήδη την κεφαλήν προς το ιερόν ύδωρ της θυσίας και προς τον βωμόν της θεάς, ίν' αποθάνη εκτινάσσουσα από του σφαζομένου ωραίου της λαιμού πυκνάς ρανίδας αίματος. Σε περιμένουν, κόρη, εκεί ο πατήρ σου, κρατών το δροσερόν ύδωρ της ιεράς πηγής, και ο βωμός και ο στρατός των Ελλήνων, ο ανυπόμονος να φθάση εις την πόλιν του Ιλίου.
Τοσούτον δ' είχε κυριευθή υπό της ιδέας αυτής η λυγερή ώστε ανεπήδησεν έντρομος, ακούσασα αίφνης την φωνήν του ανδρός της και εις την πρώτην αυτής ορμήν, δεν εσκέφθη τι άλλο ειμή να συσπειρωθή εις μίαν γωνίαν, όπως οι Πρωτόπλαστοι μετά το αμάρτημα, ακούσαντες την φωνήν του Θεού. — Ε, Σμάλτω· δε γροικάς, ορή! ηκούσθη πάλιν απ' έξω η φωνή του Στάθη, ανυπόμονος.
Αλλ' ανυπόμονος, νευρικός, αναμένος όλος, αφού εβημάτιζε λίγο στο κατάστρωμα εστεκόταν απότομα κάτω από το πινό και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος εσήκωνε το κεφάλι με φόβο και θράσος μαζί και της έλεγε: — Μωρή φεύγα! πήγαινε στο καλό· πήγαινε στην ευχή του Θεού και των γονέωνέ μου· άσε με να πάω στο δρόμο μου και μη με κολάζης... Φεύγα μωρή άτιμη, σκύλα, συχαμένη, βρωμιάρα!... Πήγαινε στο καλό, πήγαινε στο διάολο! ...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν