Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
ΔΩΡ. Ναι• αυτά είχα, αυτά σου έφερνα. Αν ήμουν πλούσιος, δεν θα τραβούσα κουπί. Στη μητέρα μου δεν έφερα ποτέ ούτε ένα κεφάλι σκόρδο. Ήθελα νακούσω τώρα και τα δώρα που έλαβες από τον Βιθυνόν. ΜΥΡΤ. Πρώτα πρώτα αυτό το πουκαμισάκι• το βλέπεις; αυτός μου το αγόρασε, όπως και το περιδέραιον το πιο χονδρό από τα δύο που φορώ. ΔΩΡ. Αυτό θυμάμαι ότι το είχες και προτήτερα.
Τας σκέψεις εξωνύχισα παντός σοφού αρτίου και τα περί θελήσεως εκείνα του Καντίου, που έξαφνα το στόμα του 'μπορούσε να το κλείση κι' επί καιρόν εις άνθρωπον ποσώς να μη 'μιλήση, αλλ' όταν είδα μια φορά χονδρό περιβολάρη να δέρνη το γαϊδούρι του με δυνατό στηλιάρι κι' αυτό από την θέσιν του να μη σαλεύη βήμα εφώναξα 'στόν Κάντιον «τα όσα γράφεις κρίμα! .. » την θέλησίν σου προς αυτήν την θεωρείς ισόπαλον; » εσύ σφαλάς το στόμα σου διότι συ το θέλεις, » κι' ο γάιδαρος ξυλίζεται αλύπητα με ρόπαλον » κι' εν τούτοις βήμα εμπροστά δεν πάει ο τεμπέλης».
— Τι; Δεν είνε το φείδι; ηρώτησε μετά δειλίας η Σοφούλα. Η γραία διά να μη της πειράζουν τα ωραία εκείνα κηπουρικά προϊόντα είχε διαδώσει μετά τέχνης εις την κωμόπολιν ότι «μέσα εις εκείνο το χάλασμα βγαίνει ένα φείδι, χονδρό σαν το χέρι της» έλεγε. Τόσον δε πειστικώς διηγείτο τα κατ' αυτό, ώστε κατώρθωσε να την πιστεύσουν οι άνθρωποι.
Αλλά πώς να σου το δώσω; — Δεν ειμπορείς απ' την κλειδότρυπα; είπεν η Αϊμά. — Να δοκιμάσω, απήντησεν ο Τρέκλας. Και σχηματίσας τον φάκελλον εις λεπτόν κύλινδρον, επειράθη να εισαγάγη αυτόν διά της οπής. Μετά πολλούς αγώνας, ουδέν κατώρθωσεν. — Είνε μπατάλικο το γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. Πολύ χονδρό χαρτί. — Τώρα πώς να γείνη; — Θέλεις να το ξεβουλλώσω, και να το κόψω εις δύο;
Ο παππά Συνέσιος εσηκώθηκε ανυπόμονος και η μάννα του ετραβήχθηκε. Επεριπάτησε ταραγμένος στην κάμαρα για κάμποση ώρα, έπειτα κοντά τα μεσάνυχτα, ετυλίχτηκε σ' ένα χονδρό σάλι, άνοιξε την πόρτα του ηγουμενιού και κατέβηκε κάτω.
Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη. — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω! — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η μπουκαπόρταις 'ς τα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.
— Και λοιπόν, είπον, Μάσιγγα, ο πατήρ σου ταξειδεύει με το ίδιον ατμόπλοιον; Σαν να μου εφάνη, ότι τον είδα επάνω μ' ένα χονδρό σιγάρον εις το στόμα, μ' ένα σκουφάκι στο κεφάλι του. Και θα ήλθες βέβαια να τον αποχαιρετήσης. Oρίστε; — Όχι, είπεν η κόρη, ευτυχώς. Αναχωρώ κ' εγώ μαζί του, και μαζί με την μητέρα μου. Ήλθαν να με πάρουν. — Ω! αυτό είναι απροσδόκητος ευτυχία! είπον εγώ.
Ευτυχής τώρα εξακολουθεί τον δρόμον της. — Τι καλά, συλλογίζεται, όταν έλθη η μητέρα των, δεν θα εύρη τα παιδάκια της σκορπισμένα, θα τα εύρη σε ζεστή μέσα φωληά. Το δειλινό επείνασε πάλιν και έβγαλεν από την τσέπην της το ολίγο ψωμί που της έμεινεν, αλλ' ενώ έτρωγε, παρατηρεί σε μία μεγάλην πέτραν δεμένο μ' ένα χονδρό σχοινί ένα αρνάκι. Ω! το δυστυχισμένο ζώον! είπε.
Η Αγγλία ένα πράγμα έκαμε· εφεύρε κ' εγκατέστησε τη Δημοσία Γνώμη, που είναι μια προσπάθεια για να οργανώση την αμάθεια της κοινωνίας και να την υψώση στην αξιοπρέπεια φυσικής δυνάμεως. Όμως η Σοφία έμεινε πάντα κρυμμένη απ' αυτήν. Σαν εξετάσης το Αγγλικό μυαλό ως όργανον σκέψεως, είναι χονδρό και δίχως ανάπτυξη. Το μόνο πράγμα που μπορεί να το εξαγνίση είναι η ανάπτυξη του ενστίκτου της κριτικής.
Όποιος με πιστέψη αποβλακωμένο θάναι λιγώτερο γνωστικός από μένα, κι' όποιος με πιστέψη τρελλό θα είναι ο ίδιος πειο τρελλός παρά εγώ». Ένας ψαρράς περνούσε, φορώντας κοντοκάπι από χονδρό χνουδωτό πανί, και μεγάλη κουκούλα. Τον βλέπει ο Τριστάνος, του κάνει νόημα, τον πέρνει κατά μέρος. «Φίλε, θέλεις ναλλάξουμε ρούχα; Δώσε μου το κοντοκάπι σου. Μου αρέσει πολύ».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν