United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τίποτε, εψέλλισεν ο Μάχτος αμηχανών. — Τρέχει τίποτε; — ΌχιΔιατί ήλθες και έφυγες ευθύς; επέμενεν η Αϊμά. — Ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, είπεν ο Μάχτος. — Δεν κόβεις όσα θέλεις; Και ο Μάχτος επανελθών εις τον κήπον έδρεψεν ίον τι. — Αυτό μόνον ήτον; είπεν η νεάνις. — Βέβαια αυτό. — Και μ' ετρόμαξες. — Σ' ετρόμαξα; όχι, Αϊμά. — Πώς όχι;

Τι ήτανε πάλε το κακό που σ' ευρήκε, Νικόλα παιδί μου: Σε καίγετ' η καρδιά μουΜε πήρε στην μπάντα. «Να σου κάνω καμμιά ευκολία, Νικόλα παιδί μου. Από το ψωμί των παιδιών μου να κόψω, να σου δώσω. Άνθρωποι είμαστε. Αν δε βοηθήση ο ένας τον άλλον, αλλοίμονοΕίπα κ' εγώ: ψυχοπονιάρης ο καϋμένος ο γέρος· φιλάργυρος, μα ψυχοπονιάρης! Εκεινού το μάτι του δούλευε.

Επί τέλους ο Ζευς κατώρθωσε να εύρη τι εχρειάζετο, και: — Μου φαίνεται, είπεν, ότι ευρήκα τρόπον ώστε και άνθρωποι να υπάρχουν και να παραιτηθούν της αυθαδείας των, ασθενέστεροι γινόμενοι. Προς τούτο θα τους κόψω τον καθένα εις δύο, κατ' αυτόν δε τον τρόπον και ασθενέστεροι θα γείνουν και συγχρόνως χρησιμώτεροι εις ημάς, διότι θα γείνουν περισσότεροι και θα βαδίζουν όρθιοι επί των δύο σκελών.

Ο σίελος αποκτά τότε καταπληκτικήν ιδιότητα ώστε διά της απλής επιθέσεως αυτού όχι μόνον ο όφις καταλαμβάνεται υπό νάρκης, αλλά θεραπεύονται τα τραύματα και εκλείπουσι τα φαινόμενα της δηλητηριάσεως. Απώνα αρμότον άλλονε. σ. 93. Αρμός ή άρθρωσις . Όθεν και η συνήθης απειλή. » Θα σε κόψω από αρμόαρμό. » Ανάθεμα την ώρα, Που ο Γούμενος τ' άη 'Γιαννιού από την Αρτοτίνα σ. 93

Ο Σβεν νόμισε πως ο κύριος δεν άκουσε και ξαναείπε για να του εξηγήση: — Θα κόψω τα μαλλιά μου για να μη φαίνουμαι σαν κορίτσι. Μα ο ξένος κύριος κρύφτηκε πίσω από την εφημερίδα του και ψιθύρισε κάτι, που έκανε τη μαμά να πη του αγαπημένου της να σωπάση. Έπειτα έμεινε άφωνος ο Σβεν σ' όλον το δρόμο και καθότανε όλως διόλου ακίνητος, σα να στοχαζότανε κάτι.

Κοιτάζοντας αυτές τις πλεξούδες, μαννούλα, έλεγα να σου κόψω μια να σου την αφήσω, να θυμάσαι την Αρετή σου. Δέσπω. Της μάννας ο νους είναι δεμένος, παιδί μου, με τέτοιες πλεξούδες αριθμητές. Είνε μυριόκλωνο δίχτυ που τόχει η λαχτάρα πλεγμένο, από τη στιγμή που βυζάξη το πρωτογέννητό της ως την ώρα που την αναπάψη ο Χάρος.

Αυτά 'πε, κ' εγώ σκέφθηκα μες της ψυχής τα βάθη, το μακρύ ξίφος σύροντας απ' το παχύ μερί μου, να κόψω αυτού την κεφαλήτο χώμα να κυλήση, 440 αν και στενόν μου συγγενή τον είχα, αλλά μ' εκράτουν εδώθ' εκείθε οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα• «τούτον ας τον αφήσουμε, διογέννητε, αν προστάζεις, να μένητην ακρογιαλιά και να φυλά το πλοίο• κ' εμάς εις τ' άγια δώματα οδήγα συ της Κίρκης». 445

Γιατί να μη βρεθώ κ' εγώτο πλάι του Ζαβέλα! Γιατί αχ! ράσο να φορώ και όχι φουστανέλλα! Γιατί λιοντάρι εγώ βουνού να κόψω μοναχός μου Τα 'νύχια, την ανδρεία μου! Γιατί ναρθώ να ζήσω Καλόγηρος, αγνώριστος και ταπεινός, να κλείσω Τα μάτια μουτην ερημιά εδώ μακρυά του κόσμου!., Αγαπημένα Γιάννινα, πώς σας πονώ μακρυά σας!

ΣΑΜΨΩΝ Θα τας κόψω; ή..., όπως θέλεις πάρε το. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Να το πάρη όποιος το δοκιμάσει. ΣΑΜΨΩΝ Θα με δοκιμάσουν εμένα, όσον στέκω εις τα πόδια μου. Το ηξεύρει ο κόσμος ότι δεν μου λείπει αίμα. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Τι καλά οπού δεν είσαι ψάρι! — Τράβα το εργαλείον σου, κ' έρχονται δύο άνθρωποι του Μοντέκη . ΣΑΜΨΩΝ Εγύμνωσα το σπαθί μου. Πιάσου μαζή των. Σου, δίδω χέρι.

Αλλά πώς να σου το δώσω; — Δεν ειμπορείς απ' την κλειδότρυπα; είπεν η Αϊμά. — Να δοκιμάσω, απήντησεν ο Τρέκλας. Και σχηματίσας τον φάκελλον εις λεπτόν κύλινδρον, επειράθη να εισαγάγη αυτόν διά της οπής. Μετά πολλούς αγώνας, ουδέν κατώρθωσεν. — Είνε μπατάλικο το γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. Πολύ χονδρό χαρτί. — Τώρα πώς να γείνη; — Θέλεις να το ξεβουλλώσω, και να το κόψω εις δύο;