United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς! δεν έχετε καθόλου καλογέρους που διδάσκουνε, συζητούνε, κυβερνούνε, ραδιουργούνε και που ψήνουνε τους ανθρώπους, που δε συμφωνούνε μαζί τους; — Θάπρεπε νάμαστε τρελοί, είπε ο γέρος· εδώ είμαστε όλοι σύμφωνοι και δεν καταλαβαίνω, τι θέλετε να πήτε με τους καλογέρους σας.

Τότες της λέει ο Έχτορας, ο παινεμένος άντρας «Δήφοβε, εσύ είσουνα και πριν το πιο μου αγαπημένο αδέρφι απ' όλους πούκανε με την Εκάβη ο γέρος· τώρα από πριν και πιο πολύ θα σ' έχω της καρδιάς μου, 235 αφού στιγμή δε δείλιασες, σαν μ' είδες οχ το κάστρο, να βγεις βοηθός μου, κι' όλοι τους μένουν κλεισμένοι οι άλλοι

Στάσου να ιδώ... Αισθάνομαι... Μ' εκέντησ' η καρφίτσα! Ας ήξευρα τι γίνομαι! ΚΟΡΔ. Ω! γύρισε τα 'μάτια να με ιδής, πατέρα μου, και κίνησε το χέρι να μ' ευλογήσης... Όχι! Μη! Εσύ θα γονατίσης, αυθέντα μου! ΛΗΡ Παρακαλώ, μη με περιγελάσης. Εγώ είμ' ένας άκακος, δυστυχισμένος γέρος· τους ογδοήντα ακριβώς τους έχω. — Και αλήθεια, φοβούμαι ότι καθ' αυτό δεν είμαιτα σωστά μου.

Κάτι κατσουφιασμένος, πατέρα· τι τρέχει; είπε στο γέρο Μαλαματένιο, παύοντας τα γέλοια της. — Μπα! εδώ είστε; είπε τάχα ξαφνισμένος ο γέρος· έφαγα τον κόσμο να σας γυρεύω. Σας γύρευα εκεί ψηλά κι άξαφν' ακούω το λάλημα στα πόδια μου. Φαντάσου! να γυρεύω το πουλί στο κλαρί και να το βλέπω χωμένο στ' αγκάθια. Φαντάσου! είπε εξακολουθώντας να γελά, ενώ τα δάκρυα τρέχανε από τα μάτια του.

ΡΕΓ. Εγώ δεν το πιστεύω ότι αμέλησέ ποτε τα χρέη της εκείνη. Εάν τους ακολούθους σου θέλη να βάλη εις τάξιν, έχει νομίζω αφορμήν και λόγους έχει τόσους, ώστε κανείς δεν ημπορεί να την κατηγορήση. ΛΗΡ Να έχη την κατάραν μου! ΡΕΓ. Αυθέντα, είσαι γέρος· η φύσις πλέον σ' έφερετου δρόμου της την άκρην.

Εγώ τον είδα· ήταν ένας γέρος με μακρυά άσπρα γένεια και μεγάλα μάτια· αυτός μας έβγαλε· έλεγεν η Μάρω περί του σωτήρος των. — Μπορεί να ήταν και γέρος· εμέ μου φάνηκε πως ήταν σύγνεφο και μέσ' απ' αυτό εβγήκε ένα χέρι· προσέθετεν ο Γιάννος, όστις εν αγνοία του εταύτιζε τον σωτήρα των προς τους πτερωτούς αγγέλους των εικονογράφων.

Χασονούσης θυμώνει εκείνος δίνει του μια μπάτσα και στραβώνει τη σαγώνα του. Και ρίχνεται πάλι στο κρασί ο γέρος· ρίχνονται τα δυο παιδιά· ρίχνεται και ο ανεψιός για να ξεχάση τον πόνο του. Ρούφαρούφα τ' αδειάζουν τα βαγένια. Αδειάζουν τα βαγένια, τυλώνουν τα στομάχια τους, σκοτίζουν τον νου τους. Αρχίζουν τα τραγούδια· πιάνουν τον χορό.

Διά τα πρόβατα είχον τους βοσκούς των· διά την επίβλεψιν όμως και την καλλιέργειαν των κτημάτων δεν ήρκει μόνος ο γέρος· θα πης ότι δεν ήτο γέρος ακόμη, αλλά δεν ήτο και νέος και τα γεράματα επλησίαζαν. Έπειτα ο Μανώλης έπρεπε να φροντίση και για δικό του σπίτι. Ήτο άνδρας πια. Και τι άνδρας!

Και πρώτα ο γέρος έπιασε να πει και να ρωτήσει «Μίλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιών καμάρι, πες, τ' άτια πώς τα πήρατε; Τι, μπήκατε ως στων Τρώων 545 μες στο στρατό; ή σας τάδωκε κάνας θεός στο δρόμο; Μώρ' άλογα τα λες αφτά, για του ηλιού 'ναι αχτίδες; Σ' όλες τις μάχες βγαίνω εγώ, μηδέ συνήθιο τόχω θαρρώ να μένω πίσω αργός κιας είμαι τόσο γέρος· μα τέτια ζώα ως σήμερα δεν ξάνοιξα, δεν είδα. 550 Θεού θενάναι δώρα αφτά που βρήκε σας στη στράτα , τι και τους διο σας αγαπάει, το ξέρω, ο Ελυμπήσος του Κρόνου γιος κι' η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα

Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσης; — Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά. Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο. Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του.