United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν παρώξυνε τοσούτον η νοσταλγία τον πατριωτισμόν αυτού, ουδ' εκορύφωσε τοσούτον την φιλογένειάν του η μακρά εξ Ελλάδος απουσία. Ο ανήρ πάσχει περιέργειαν μόνον πατριωτικήν και ουδέν άλλο. Είνε δε η περιέργειά του άκακος, αθόρυβος, ξένη πάσης υστεροβουλίας, αμέτοχος επιλογισμού ή πλαγίου σκοπού οιουδήποτε.

Έτυχε τότες Επίσκοπος στην Κωσταντινούπολη ένας γέρος, ήμερος, άκακος, ίσως και λιγάκι ανίκανος, στην ορθοδοξία όμως απάνω γερός κι ασάλευτος. Αυτός λοιπόν ο ΕπίσκοποςΑλέξαντρος τόνομά τουαρνιέται να δώση άδεια να κοινωνήση ένας αποκλεισμένος από της Νίκαιας τη Σύνοδο. Μήτε παρακάλια μήτε φοβέρες δεν τονέ γύριζαν· θεριό μονάχο ο γέρος απάνω στην πίστη.

Τυχαίως και στον βρόντον η γυνή εστράφη προς τον πτωχόν νέον, και τον ηρώτησε: — Μην είδες, Γιάννη, τα σανίδια πουθενά; Ο άκακος νέος απήντησε μόνον: — Κουβάλας. Ο περί ου ο λόγος τωόντι είχε συναντήσει τον Γιάννην κατά την προχθές, την ώραν οπού εκουβάλα τα κλοπιμαία. Του έδωκε δύο ξυλειές ως αρραβώνα, και τον εφοβέρισε να μη μαρτυρήση τίποτε. Ο Γιάννης απήντησε με το παγωμένον γέλοιο του.

Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων ότι, αν έκαμνε και τρίτην απόπειραν κατά του σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους, επέστρεψε παρά τον τοίχον της εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της πυράς εμαζεύθη κ' εφαίνετο τόσον άκακος και νήστις, ως να μην είχε πασχάσει όλως.

Αφτή ο γερός την πόθησε Αργοσφάχτης όταν την είδε μ' άλλες νιες που χόρεβε στη σκόλη της χρυσοδόξαρης θεάς, της κυνηγήτρας κόρης, κι' εφτύς ανέβηο άκακος Ερμής κρυφά στον πύργο και την αγκάλιασε, και γιο της έσπειρε λεβέντη, 185 γοργό πολύ στο τρέξιμο, στις κονταριές τεχνίτη· π' όταν κατόπι η Λεφτερό, των πόνων η χαρίστρα, έβγαλε το παιδί στο φως και του ήλιου 'δε αχτίδα, τότες την κόρη ο Εχεκλής, τ' αφέντη ο γιος Αχτόρου, την πήρε τέρι σπίτι του βαριά πλερώνοντάς την, 190 και το παιδί τ' ανάθρεψε με χάδια ο γέρο-Φύλας, ολόψυχα αγαπώντας το σα νάταν γιος δικός του.

Πρώτον, ότι ο άκακος ενθουσιασμός της χαρμοσύνου υποδοχής μεθ' ου ο Χριστός και οι λόγοι Του και τα έργα Του εγίνοντο το πρώτον δεκτά ανά τα βόρεια της Γαλιλαίας, βαθμηδόν, αλλ' εν βραχεί χρόνω, υπεχώρησεν εις υποψίαν, αποστροφήν, ως και έχθραν εκ μέρους μεγάλων και ισχυρών του λαού μερίδων.

Στάσου να ιδώ... Αισθάνομαι... Μ' εκέντησ' η καρφίτσα! Ας ήξευρα τι γίνομαι! ΚΟΡΔ. Ω! γύρισε τα 'μάτια να με ιδής, πατέρα μου, και κίνησε το χέρι να μ' ευλογήσης... Όχι! Μη! Εσύ θα γονατίσης, αυθέντα μου! ΛΗΡ Παρακαλώ, μη με περιγελάσης. Εγώ είμ' ένας άκακος, δυστυχισμένος γέρος· τους ογδοήντα ακριβώς τους έχω. — Και αλήθεια, φοβούμαι ότι καθ' αυτό δεν είμαιτα σωστά μου.

Πολύ διάφορα ήσαν τα αισθήματα με τα οποία ο Μέγας Αρχιερεύς, ο καθίσας εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, ο όσιος, άκακος, αμίαντος, ο μη έχων ανάγκην υπέρ των ιδίων αμαρτιών να προσφέρη θυσίας, «τούτο γαρ εποίησεν εφάπαξ Εαυτόν ανενέγκας», ανέβαινε τώρα τα βραχώδη υψώματα του μεγάλου όρους.

ΓΟΝΖ. Κάθε πράμμα, κοινό για όλους, θα το εγεννούσε η φύσις δίχως ίδρωτά μας, δίχως δυσκολία· αφού η προδοσίες και οι φόνοι ήθελε είναι αγνώριστα, τι χρεία θα είχα για σπαθιά, για κοντάρια, για τουφέκια, ή γι' άλλη μηχανή; δεν θα τα ήθελα· έπρεπε μοναχή της η φύσις να βγάνη άφθονα όλα τα καλά, να τρέφεται ο άκακος λαός μου. ΣΕΒΑΣΤ. Δεν θα εγνώριζαν παντρειές οι υπηκόοι του;