United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αγαπώ με την ψυχή και την καρδιά μου όλην, Όπως κανείς δεν αγαπά στον κόσμο τον απάνω, Κι’ όμως αυτή δεν μ’ αγαπά, δεν θέλει να με πάρη.... Μου γύρισε την προξενιά, την τίμια μου αρραβώνα, Που χίλιες μου την γύρεψαν και χίλιες τη γυρεύουν, Κι’ από τον πόνο τον πολύ κι’ από την εντροπή μου Ήρθα στην άκρη του γκρεμού κι’ από ψηλά να πέσω Στη σκοτεινή την άβυσσο, στη αγκαλιά του Χάρου.

Το σταυροφίλημα εκείνο, καθώς το έλεγαν, ισοδυναμούσε τότε εις τη Μεγάλη Ελλάδα με επίσημον αρραβώνα. Δεν ημπορώ να είπω αν άρεσεν ο αρραβώνας εκείνος εις όλους τους αυλικούς ή μίαν τουλάχιστο αυλικήν. Όλοι όμως ηναγκάσθηκαν θέλοντας και μη θέλοντας να φωνάξουν: Ζήτω η βασίλισσά μας!

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Σαν τέτοιον άντρα επιθυμώ, σαν τέτοιον άντρα θέλω, » Να δώσω την αγάπη μου, να δώσω την καρδιά μου, » Και τη χρυσή αρραβώνα μου, την πολυγυρεμένη, » Που χίλοι την εγύρεψαν και χίλιοι την γυρεύουν » Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλή τους λύπη, » Κι’ ακόμα δεν την έδωκα κι’ ακόμα δεν τη δίνω, » Γιατ’ όσοι μου την ζήτησαν και την ζητούν, κανένας » Δεν είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Όπως το θέλει η Μοίρα μου, το μαύρο ριζικό μου

Αυτή εφίλησε τον Ρούντυ μικρόν, τον απέκτησε νέον την παραμονήν των γάμων του, αφού του επήρε πρότερον τον αρραβώνα αποπλανήσασα επί των ορέων και με αυτόν τον εδελέασεν εντός του παγερού της λίμνης βαράθρου. Αλλά και ο Ρούντυ είχε ζήσει ευτυχής, απέκτησε το ποθούμενον, η γη δεν είχε άλλο να του δώση περισσότερον.

Είχε κοντοτελειώσει της ευχές του αρραβώνα όταν ακούσθηκε χτύπημα στην πόρτα σαν βροντή και κατόπι άλλο και άλλο και μια φωνή «εν ονόματι του νόμουΜε φόβο και τρόμο εκύτταξε ο ένας τον άλλονε, όταν ο παππάς Συνέσιος επλησίασε την πόρτα και την άνοιξε.

Κατέβα να σου τη μαυρίσω τη ράχη σου, που μια φορά πήγες να μυριστής και συ αρραβώνα, και πήγε στραβά η μύτη σου σαν τη μούρη σου. Πιπ. Και δεν το βλέπεις, κουτόμυαλη; Δε βλέπεις πως το φοβήθηκαν το παπαδοπαίδι και μάνη μάνη τα ταιριάξανε μ' αυτόν τον ξένο, μην τύχη και ρεζιλευτή το κορίτσι; Έννοια σου δα, και σαν πήγα και γω στα παιχνίδια, να! — τα είχα στημένα ταυτιά μου.

Μάλιστα! δώσε μου το ωραίο δακτυλίδι, που έχεις στο δάκτυλο. — Τον αρραβώνα μου; — Μάλιστα, ακριβώς αυτόν! . . . είπε το κορίτσι, και έχυσεν εκ νέου κρασί μέσα εις το τάσι, του το έθεσεν εις τα χείλη του και αυτός ήπιεν. Ο πόθος της απολαύσεως έρρευσε μέσα εις το αίμα του· όλος ο κόσμος του εφάνη 'δικός του, γιατί να μαραίνεται; Το παν έχει γίνει διά να το απολαύσωμεν, διά να μας κάμη ευτυχείς.

Λοιπόν, αφέντη, είμ' έτοιμος με την ευχή σου να πάρω την Ουρανίτσα· ιδού λάβε το δακτυλίδι να της στείλης δι' αρραβώνα. — Τι λες, παιδί μου; Η Ουρανίτσα τώρα έχει δυο παιδιά, ανήψια σου. Βρίσκεται στην Ύδρα με τον αδερφό σου. — Τον αδερφό μου... Την επήρε ο Μπιφάνης γυναίκα; — Τι ήθελες να κάμω; Αφού είχα δώσει τον λόγο μου...Δεν με άκουσες εσύ, ο Μπιφάνης έκαμε υπακοή.

Και εγώ ήμην παιδιόθεν μεμνηστευμένος, αλλ' είχα χηρεύσει προτού νυμφευθώ, αποθανούσης προ ετών της μνηστής μου, η δ' ανεμοζάλη της Επαναστάσεως είχεν επέλθει πριν ή ο πατήρ μου προφθάση να συνάψη νέον δι' εμέ αρραβώνα. Τοιαύτα ήσαν της Χίου τα έθιμα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Βεβαιότατα, και όποιο άλλο θέαμα και αν του παραστή- σης· μη φοβήσαι συ να του το παραστήσης και αυτός δεν θα φοβηθή να σου ειπή τι δηλοί. ΟΦΗΛΙΑ Είσαι άνοστος, είσαι άνοστος· θα προσέχω εις το δράμα. ΑΜΛΕΤΟΣ Πρόλογος είναι αυτός ή στίχοι δι' αρραβώνα; ΟΦΗΛΙΑ Είναι σύντομος, Κύριέ μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Όσο γυναικός αγάπη. Εισέρχονται δύο ηθοποιοί ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ