United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε καιτα υπέρλαμπρα τ' ανώγι' ανέβη εκείνη, 600 όχι μόν', η θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν· και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκεν εκείνη με ταις κόραις, τον ποθητόν της έκλαιεν, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. Ραψωδία Υ

Ο Τρανταχτής δεν ωμίλησεν· έμεινε με το στόμα κεχηνός, βλέπων προς την θύραν του παραπήγματος, ο δε Κατούνας, όστις είχεν ανοίξει την στιγμήν εκείνην τον κρουνόν του βαρελίου, έχυσεν αρκετόν ρεύμα οίνου εκτός της φιάλης, κάτω εις το έδαφος, διότι έστρεψεν ακουσίως το πρόσωπον προς τον θόρυβον.

Τότε αυτή έλαβεν ένα αγγείον γεμάτο νερόν, επάνω εις το οποίον είπε κάποια λόγια μυστικά, έπειτα γυρίζοντας προς το μοσχάρι του είπεν· ω μοσχάρι αν ίσως και είσαι φυσικά αληθινόν τέτοιον, καθώς τώρα φαίνεσαι, να απομείνης πάντοτε τέτοιον, ειδέ μη και είσαι άνθρωπος μεταμορφωμένος εις μοσχάρι από τέχνην μαγικήν, σε προστάζω με τούτο το νερόν να λάβης την φυσικήν σου μορφήν και το είδος σου· και λέγοντας αυτά τα λόγια του έχυσεν επάνω το νερόν· ω του θαύματος! ευθύς μετεμορφώθη εις την πρώτην του ανθρωπίνην μορφήν.

Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά φουσάτα ζωτικών το ένα φουσάτο φοβερώτερο και τρομερώτερο από το άλλο. Και μ' εκείνα έλεγε να γιατρέψη την Γκιουλχονούμ. Πιάνει γοργά και ανοίγει την κασσέλα· χύνει έξω όλα τα ξωτικά. Καθώς τα έχυσεν έξω κάποιο βαθύ βόγγισμα αντήχησε και τα όρη γύρω άρχισαν ν' αλληλοχτυπώνται σαν δαιμονισμένα. Επέρασαν τέλος τα τρία ημερονύχτια, έγινε καλά η μπεοπούλα.

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο σπίτι, γιατί εδέχθη 360 εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της• και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365 κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε•

Αυτός πεισμωμένος έχυσεν επάνωθέν μου ένα νερόν ενός ύπνου μαγικού, και με εξάπλωσεν εις ετούτο το κρεββάτι, και υστερώτερα πλησιάζοντας προς εμέ εκείνην την πλάκα που είνε γράμματα μαγικά, με έκαμε να σταθώ βυθισμένη εις ένα βαθύτατον ύπνον, έως εις το τέλος του αιώνος.

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθητην καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Και όταν εγύρισα από το ταξείδι αυτός μου είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε ατιμίαν εις την τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν ζωντανήν διά παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός αυτός εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που από τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του.

Δεν ήταν όχι ο Χάρος της γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα του Αλεξάντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γυρίζει ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κ' αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνον για εκείνης τον ερχομό έχυσεν ο Πόλος άφθονο το σέλας του, να στρώση τον αιθέρα με της πορφύρας το χρώμα.

Μάλιστα! δώσε μου το ωραίο δακτυλίδι, που έχεις στο δάκτυλο. — Τον αρραβώνα μου; — Μάλιστα, ακριβώς αυτόν! . . . είπε το κορίτσι, και έχυσεν εκ νέου κρασί μέσα εις το τάσι, του το έθεσεν εις τα χείλη του και αυτός ήπιεν. Ο πόθος της απολαύσεως έρρευσε μέσα εις το αίμα του· όλος ο κόσμος του εφάνη 'δικός του, γιατί να μαραίνεται; Το παν έχει γίνει διά να το απολαύσωμεν, διά να μας κάμη ευτυχείς.