United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έθαψαν τονε, είπεν ο Μανώλης, ο οποίος όμως θα επροτίμα ίσως να εθάπτετο, αντί του Λαδομπραΐμη, ο Στρατής, του οποίου η ανάμνησις είχεν αρχίσει να τον ανησυχή και οσάκις ήκουε βήματα εις την οδόν ανεταράσσετο. — Να πάρης κιάλλους πολλούς αγάδες μαζή σου, Μπραΐμ αγά, είπεν η Σαϊτονικολίνα, να σου κάνουνε συντροφιά! ... Να, εσκεπάσαν τονε και φεύγουνε.

Είναι δε οι τάφοι ούτοι εις το ιερόν της Αθηνάς, πλησιέστατα εις τον ναόν, προς τα αριστερά του εισερχομένου εκεί. Εις τούτο τo ιερόν έθαψαν οι Σαΐται όλους τους βασιλείς τους καταγομένους από τον νομόν τούτον.

Οι δε Αθηναίοι μετά λαμπράς πομπής υπεδέχθησαν και έθαψαν αυτά, καθιερώσαντες και θυσίας και εορτάς προς τιμήν του Θησέως· προς διαιώνισιν δε της μνήμης του ενδόξου αυτού ήρωος, του ευεργέτου και βασιλέως των, ανήγειραν εις τας Αθήνας και το μέχρι τούδε σωζόμενον Θησείον . — Εύγε, είπεν ο Γεροστάθης, προς τον Γεώργιον, δικαίως εβραβεύθη η σύνθεσίς σου.

Και όταν εγύρισα από το ταξείδι αυτός μου είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε ατιμίαν εις την τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν ζωντανήν διά παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός αυτός εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που από τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του.

ΔΙΟΓ. Διατί άλλο παρά διότι ενθυμήθηκα τα όσα έκαναν οι Έλληνες όταν κατ’ αρχάς ανέλαβες την εξουσίαν, κολακεύοντές σε και ανακηρύττοντες προστάτην και στρατηγόν κατά των βαρβάρων; Μερικοί δε σε κατέταξαν και μεταξύ των δώδεκα θεών και σου ανήγειραν ναούς και σου προσέφερον θυσίας, ως υιού δράκοντος. Αλλ' ειπέ μου πού σ' έθαψαν οι Μακεδόνες;

Έτρεξα τότε εις το δακτυλίδι μου, ακολούθησεν ο Μωκβάλ, και εκαμώθηκα πως είμαι άρρωστος διά κάμποσες ημέρες, και υστερότερα, διά να κάμω να πιστεύση ο λαός των Ναϊμάνων ότι ήμουν αποθαμμένος, έλαβα μορφήν νεκρού, και κάνοντάς μου τα έξοδα, με έθαψαν με μεγάλην παρρησίαν.

Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. 'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

Και αυτόν μεν αποθανόντα εκ του τραύματος έθαψαν οι ιερείς κρυφίως από τον Καμβύσην. Ο δε Καμβύσης, ως λέγουσιν οι Αιγύπτιοι, ένεκα του αδικήματος τούτου, παρεφρόνησεν αμέσως, μολονότι και πρότερον δεν είχε τας φρένας του. Και πρώτον μεν κακόν έπραξε θανατώσας τον Σμέρδιν, αδελφόν του εκ του αυτού πατρός και της αυτής μητρός.

Είπαν οι φίλοι του πως απέθανε σαν ήρωας και σα φιλόσοφος. Τον παρομοιάσανε μάλιστα και με το Σωκράτη. Τον έθαψαν έπειτα στην Ταρσό . Τέτοιος είταν ο βασιλικός αυτός αντιπρόσωπος της ετοιμοθάνατης Αρχαιολατρείας του τέταρτου αιώνα. Άνθρωπος που σε παλαιικώτερους χρόνους μπορούσε να φανή σταλήθεια φιλόσοφος, από φυσικό του σπουδαίος καθώς είταν ο νους του.

Οι Αθηναίοι τον έθαψαν μεγαλοπρεπώς και διά δημοσίας δαπάνης και επί πολύ τον επένθησαν. Το δε λίθινον κάθισμα, όπου συνείθιζε να αναπαύεται οσάκις εκουράζετο, επροσκύνουν και εστόλιζον με στεφάνους προς τιμήν του φιλοσόφου, θεωρούντες ιεράν και την πέτραν επί της οποίας εκάθητο. Την κηδείαν του συνώδευσαν όλοι, μάλιστα οι φιλόσοφοι, οίτινες και εσήκωσαν και μετέφεραν το πτώμα του μέχρι του τάφου.