United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΔΙΟΓ. Διατί άλλο παρά διότι ενθυμήθηκα τα όσα έκαναν οι Έλληνες όταν κατ’ αρχάς ανέλαβες την εξουσίαν, κολακεύοντές σε και ανακηρύττοντες προστάτην και στρατηγόν κατά των βαρβάρων; Μερικοί δε σε κατέταξαν και μεταξύ των δώδεκα θεών και σου ανήγειραν ναούς και σου προσέφερον θυσίας, ως υιού δράκοντος. Αλλ' ειπέ μου πού σ' έθαψαν οι Μακεδόνες;

Και τότε εν τούτοις, ενώ ήμην βυθισμένος εις την αμέτρητον δυστυχίαν μου, ενόησα την ελαφράν προσέγγισιν του χερουβείμ της ελπίδος : ενθυμήθηκα όλα τα τόσον έξυπνα μέτρα μου. Επέστρεψα και έκαμα σπασμωδικάς προσπαθείας διά ν' ανοίξω το κάλυμμα. Ούτε καν το έσπασα. Επασπάτευα με τη χούφτα μου να εύρω το σχοινί της καμπάνας: δεν το ευρήκα πουθενά.

Οι μεταξοσκώληκες, που εκαθάρισες συ, τόσο περίφημα κουκούλια έπλεξαν, ώστε, όταν έβγαλα το μετάξι, σε ενθυμήθηκα και ύφανα και για σένα ένα φόρεμα. Λάμπει περισσότερον από καθαρό χρυσάφι. Πάρε το καρύδι, αλλά πρόσεξε εις αυτό, το όποιον σου παραγγέλλω· δεν θα το ανοίξης, διά να ιδής το φόρεμα, παρά μόνον όταν φθάσης εις την θύραν της καλύβης σας.

Είδα λοιπόν εγώ τότε πως εθύμωνε, που εζητούσα να διευκρινίζω τα λεγόμενα, όσω αυτός ήθελε να με τυλίξη μέσα εις τας λέξεις, που μου έστηνε γύρω σαν βρόχια. Και ενθυμήθηκα αμέσως τον μουσικοδιδάσκαλόν μου τον Κόννον, που και εκείνος μου θυμώνει πάντα, όταν δεν τον υπακούω, και έπειτα με παραιτεί ως ανεπίδεκτον μαθήσεως.

Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. 200 πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι; αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι και τους βυθίζειςάμετρη φρικτή ταλαιπωρία. ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος 205 μ' όμοια ράκη επάνω τουτον κόσμο παραδέρνει, αν είναι ακόμητην ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει· και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις να επιστατήσω μ' έβαλετην γη των Κεφαλλήνων· 210 γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν. και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι, 'που το παιδίτο σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι 215 του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου. και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του, να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις· αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις 220 δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου. θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον· αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». 225

Τότε ενθυμήθηκα δι' ένα όρνεον ονομαζόμενον Ροκ, περί του οποίου ήκουσα πολλάκις τους ναύτας να ομιλούσι και εκατάλαβα ότι η μεγάλη εκείνη, αυγοειδής σφαίρα ήτο το αυγό εκείνου του Ροκ, το οποίον εχαμήλωσε τόσον που εκάθησε σκεπάζοντας το αυγόν ωσάν να το κλωσήση, και εσκέπασε με τα πτερά του και εμένα που ήμουν περισυμμαζεμένος κάτω εις το αυγόν.

Ελέγετο ότι βασιλεύει εις αυτήν ο Κόρωνος του Κοτυφίωνος. Εγώ δε ενθυμήθηκα τον ποιητήν Αριστοφάνην, άνθρωπον σοφόν και φιλαλήθη, προς τον οποίον αδίκως δυσπιστούμεν δι' όσα έγραψε.

Το εδέσαμεν με σχοινί μεγάλον και, αναβάντες εις τα δένδρα, μετά δυσκολίας το ανεσύραμεν• έπειτα το ετοποθετήσαμεν επί των κλάδων και αναπτύξαντες τα ιστία επλέαμεν όπως εις την θάλασσαν• το πλοίον ωθούμενον υπό του ανέμου εσύρετο επί των δένδρων• τότε δε ενθυμήθηκα και ένα στίχον του ποιητού Αντιμάχου ο οποίος κάπου λέγει: Τοίσιν δ' υλήεντα διά πλόον ερχομένοισι

Ο Οφφικιάλος βλέποντάς τον να κλαίη έτσι, ηρώτησε το αίτιον, ο δε Κουλούφ με αναστεναγμόν του απεκρίθη, λέγοντας· τι σε ωφελεί, Αυθέντα μου, να μάθης το αίτιον; εγώ ενθυμήθηκα τα συμβεβηκότα μου που επέρασα, και εκείνα που έχω να περάσω, και διά τούτο μου ήλθε παράπονον και κλαίω.

Τότε ενθυμήθηκα ότι τα 9/10 των Αμερικανών είνε συνταγματάρχαι, τινές μάλιστα δις και τρις και δεκάκις συνταγματάρχαι, λαμβάνοντες υπό διάφορα ονόματα δύο και τρεις και δέκα συντάξεις. Και συνεπέρανα ότι μεθ' όσης ευκολίας λαμβάνουν μετά της αυτής και δίδουν τον τίτλον τούτον.