United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε οι αδελφοί μου Διόσκουροι, επί λευκών ίππων αναβάντες, επήλθον κατά σου εκδικηταί• αλλ' ο γέρων πατήρ μου Τυνδάρεως σ' έσωσε, προσφυγόντα προς αυτόν ικέτην, και ιδού συ εκ νέου σύζυγός μου. Θα ομολογήσης βέβαια ότι, συνδιαλλαγείσα προς σε, υπήρξα έκτοτε και διά σε και διά τον οίκον μου γυνή ανεπίληπτος.

Ουχ ήττον οι πλείστοι στρατιώται εξηκολούθησαν το έργον των χωρίς να μεταμεληθούν και ηρώτησαν τον Θηραμένην αν εφρόνει ότι το τείχος ωκοδομήθη επ' αγαθώ ή αν ήτο καλλίτερον να το κατεδαφίσουν. Ούτος άπεκρίθη ότι, εάν τοιαύτη ήτο η γνώμη των συνεφώνει μετ' αυτών. Από της στιγμής εκείνης οι στρατιώται και πολλοί των εν Πειραιεί ανθρώπων αναβάντες επί του τειχίσματος ήρχισαν να κατεδαφίζουν αυτό.

Προσεγγίσαντες εις τας Επιπολάς διά του Ευρυήλου, εις το μέρος όπου κατά πρώτον είχεν αναβή ο παλαιός στρατός, διαφεύγουν την προσοχήν των φυλάκων των Συρακουσίων και αναβάντες εις το ύψος κυριεύουν το εκεί τείχισμα των Συρακουσίων και φονεύουν φύλακάς τινας· οι περισσότεροι δε εξ αυτών καταφεύγουν αμέσως εις τα τρία στρατόπεδα των Επιπολών, τα οποία εφυλάσσοντο διά προτειχισμάτων και κατείχοντο εν μεν υπό των Συρακουσίων, έν δε υπό των άλλων Σικελιωτών, έν δε υπό των συμμάχων, και αναγγέλλουν την έφοδον του εχθρού.

Και αναβάντες εις τα πλοία επεραιώθησαν εις τας παρακειμένους νήσους, οπόθεν έπεμψαν κήρυκα και έλαβον διά συμφωνίας τους νεκρούς τους οποίους εγκατέλιπον. Απέθανον δε εις ταύτην την μάχην εκ μεν των Κορινθίων διακόσιοι δώδεκα, εκ δε των Αθηναίων πεντήκοντα ως έγγιστα.

Αλλ' οι Μεσσήνιοι, οίτινες παραπορευόμενοι την παραθαλασσίαν είχον σπεύσει εις βοήθειαν, εισήλθαν ένοπλοι εις την θάλασσαν, και αναβάντες εις τα ρυμουλκούμενα εκείνα πλοία επολέμησαν από των καταστρωμάτων και τα απέσπασαν από τον εχθρόν, ενώ τα έσυρον ήδη.

Ηρνούντο να εξέλθουν εκ του οικήματος και διεκήρυξαν ότι κάθε προσπάθειαν θα κατέβαλλον, διά να μη αφήσουν κανένα να εισέλθη. Οι δε Κερκυραίοι ουδ' αυτοί διενοήθησαν να παραβιάσουν τας θύρας, αλλ' αναβάντες εις την στέγην του οικήματος και διατρυπήσαντες την οροφήν έρριπταν κεράμους και ετόξευαν κάτω.

Επί τέλους εφάνη η κορυφή, συγχρόνως δε, προς άκραν μου ευχαρίστησιν, είδα εις μικράν απόστασιν τον Νίκον και τον Κ. Σπυράκην, οι οποίοι, αναβάντες εκ του αντιθέτου μέρους, ίσταντο ενώπιον του μικρού παρεκκλησίου. Δεν εστράφησαν προς ημάς. Δεν μας ήκουσαν. Ο νότιος άνεμος, από τον οποίον μας επροφύλαττον μέχρι τούδε τα πλευρά του βράχου, εσύριζεν εκεί επάνω ανεμπόδιστος.

Το εδέσαμεν με σχοινί μεγάλον και, αναβάντες εις τα δένδρα, μετά δυσκολίας το ανεσύραμεν• έπειτα το ετοποθετήσαμεν επί των κλάδων και αναπτύξαντες τα ιστία επλέαμεν όπως εις την θάλασσαν• το πλοίον ωθούμενον υπό του ανέμου εσύρετο επί των δένδρων• τότε δε ενθυμήθηκα και ένα στίχον του ποιητού Αντιμάχου ο οποίος κάπου λέγει: Τοίσιν δ' υλήεντα διά πλόον ερχομένοισι