United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μαύρη επλανάτο επάνωθέν των η νυξ και πλέον μαύροι παρετάσσοντο των γηραιών δρυών οι ακίνητοι όγκοι, άνωθεν των οποίων εσύριζεν ως όφις παρερχόμενος ο πρωινός άνεμος. Η σελήνη είχε δύσει πρό τινων στιγμών και μόνον ως φλοξ ερυθρά καιομένης ασβεστοκαμίνου μακρόθεν έφεγγεν όπισθεν του Προμηρίου της Θετταλομαγνησίας ο αιμόχρους κύκλος της.

Την νύκτα, ενώ εσύριζεν ο άνεμος περί την σκέπην του εξώστου μου και η θάλασσα εβρόντα κάτωθέν μου, ήκουσα αίφνης ξύλου τριγμόν και ησθάνθην τον εξώστην σεισθέντα υπό την κεφαλήν μου. Το πρώτον μου αίσθημα ήτο αίσθημα τρόμου. Αλλά διήλθεν ο φόβος ως αστραπή, και επλήσθη χαράς η καρδία μου. Επί τέλους! Ανέκυψα και εκάθισα βλέπων κάτωθεν μου την αφρίζουσαν θάλασσαν. Έσεισα τον εξώστην.

Άλλοτε πάλιν εφρόντιζε διά πανίων να περιφράξη τας καλαμωτάς, όταν ποτέ εσύριζεν ο βορράς και χειμών όψιμος προηγγέλλετο. Και περιέφρασσε και τας θύρας ακόμη και τα παράθυρα. Τόσον το λεπτοϋφές, το μεταξωτόν καματερό επηρεάζεται εκ του ψύχους.

Ο βορράς εσύριζεν. Ήκουσε συριγμόν τροχαλίας και κρότον αλύσεως. Μέγας όγκος εφαίνετο εις τον λιμένα αντικρύ του παραθύρου της. Μεγάλη βάρκα, φέρουσα φανόν, απεσπάσθη από τον μέγαν όγκον, κ' επλησίασε με βαρείαν κωπηλασίαν εις την προκυμαίαν. — Καλώς σ' ηύρα, καπιτάνισσα! έκραξε μία φωνή από την βάρκαν.

Τρα λα λα λα ρη λα ρη, κτλ. Ο Μάχτος εσύριζεν άλλον ήχον, όστις αντέφασκε και κατά μέλος και κατ' έννοιαν προς τον υπό του Βούγκου αδόμενον. Ο γέρων εγόγγυζεν, εψιθύριζεν, εστέναζεν αδιακόπως, και συνάμα κατέφερε την σφύραν επί του άκμονος. Η μαστόρισσα εμειδία, εμόρφαζεν, εδείκνυε τους δύο κρεμαστούς οδόντας, και έλεγεν·Άκουσέ τους, πώς το τερετίζουν. Μία χαρά!

Αβαρίδης, αλλά καλλίτερα τα γράφει εδώ». Είνε αληθές ότι κατά την σύνοδον εκείνην, ως και καθ' όλην την περίοδον δεν είχε καλοχορτάσει τον ύπνον επί των εδωλίων της αιθούσης των συνεδριάσεων. Μόλις έκλειε τους οφθαλμούς, και γείτων συνάδελφος, λίαν υποχρεωτικός, πολιτικός φίλος, τον εξύπνα αποτόμως σείων αυτού τον βραχίονα, και του εσύριζεν εις το ους μίαν λέξιν πάντοτε : Ναι ή όχι.

Και ο λαός ετόξευε βλασφημίας, ωρύετο και εσύριζεν εις την θέαν της πομπής, αλλά καμμίαν βιαιοπραγίαν δεν ετόλμα. Από θέσεως εις θέσιν εξερρήγνυντο αι επευφημίαι εκείνων, οίτινες μη έχοντες περιουσίαν, ουδέν είχον απολέσει, και οίτινες προέβλεπον μίαν διανομήν σίτου, ελαίου, ενδυμάτων και χρημάτων πλέον γενναιόδωρον της συνήθους.

Επί τέλους εφάνη η κορυφή, συγχρόνως δε, προς άκραν μου ευχαρίστησιν, είδα εις μικράν απόστασιν τον Νίκον και τον Κ. Σπυράκην, οι οποίοι, αναβάντες εκ του αντιθέτου μέρους, ίσταντο ενώπιον του μικρού παρεκκλησίου. Δεν εστράφησαν προς ημάς. Δεν μας ήκουσαν. Ο νότιος άνεμος, από τον οποίον μας επροφύλαττον μέχρι τούδε τα πλευρά του βράχου, εσύριζεν εκεί επάνω ανεμπόδιστος.

Και ο βορράς εσύριζεν, από το πέλαγος μακρόθεν ερχόμενος, ως ήχος αυλών αναριθμήτων, αοράτων βοσκών, ήχος οξύς και λιγυρός. Και η γραία ηκροάτο ως να ωμίλει τις, και ήκουε του ανέμου τα ηχηρά κελαδήματα, τα οποία εσχημάτιζον τοιούτους μυστηριώδεις λόγους εν τη πενθούση διάνοιά της: — Ίσως και να γυρίσουν και οι δύο, ίσως και να μη γυρίσουν!

Τότε έτρεξα προς εκείνο το μέρος που ήκουον το σύρισμα, και καθώς εγώ επλησίαζα έτσι εκείνη η φωνή εμάκραινε· και ακολουθώντας εις τούτον τον τόπον το σύρισμα, είδα ολίγον τι φως ωσάν ένα άστρον· ως τόσον το ζώον που εσύριζεν επήγαινεν εμπρός και εγώ ακολουθούσα εις το σκότος, αλλά βλέποντας πάντοτε το ολίγον εκείνο φως, έως που τέλος πάντων είδα μίαν τρύπαν αρκετήν του σπηλαίου, και εβγαίνοντας έξω ευρέθην εις το παραθαλάσσιον ανάμεσα σε κάποιους βράχους.