United States or Rwanda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καταδίωξις εκ μέρους της Ιεράς Εξετάσεως έβαινεν επιταχυνομένη, πεισμωθείσα διά την διπλήν αποτυχίαν. Το έβλεπα ότι δεν ηδυνάμην να παίξω με τον Βασιλέα της Φρίκης. Η φυλακή μου ήτο τετράγωνος. Αίφνης είδα ότι δύο από τας σιδηράς γωνίας έγειναν οξείαι, ενώ αι δύο άλλαι αμβλείαι. Η τρομερά μεταμόρφωσις ηύξανε ταχέως με ένα υπόκωφον ψίθυρον, με ένα μόλις ακουόμενον τριγμόν.

Όρμησαν όλοι διά μιας συνωθούμενοι και γρύζοντες επί τον σωρόν, και ο σωρός διεσκορπίσθη αμέσως εις σκύβαλα και εκάλυψε την οδόν, υπό τον τριγμόν των σιαγόνων και τον βρυγμόν των οδόντων του πειναλέου εκείνου σκυλολογίου. Ουδείς εξ αυτών εστρώθη κατά γης, διότι πού να ευρεθή εκεί τεμάχιον άξιον χρονιωτέρας ασχολίας και καθιστικής καταναλώσεως!

Την στιγμήν που έσυρε προς το μέρος του την θύραν, κάτι περιτυλιγμένον εις λευκόν ένδυμα έπεσεν εις τα χέρια του με ένα τριγμόν. Ήταν ο σκελετός της γυναικός του με το σάβανον ανέπαφον. Συστηματικαί έρευναι απέδειξαν ότι αύτη επανήλθεν εις την ζωήν δύο ημέρας μετά τον ενταφιασμόν.

Μετ' ολίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έρριψαν τελευταίαν βλέμμα προς την κλαβανήντην οποίαν είχον ιδεί να κλείεται ακριβώς καθ' ην στιγμήν εισήρχοντο εις το ισόγειονεξήλθον. Η Αμέρσα ανεσηκώθη. Της εφάνη ότι ήκουσε τριγμόν εις το κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, ήτις ήτο ξυλίνη, σκεπαστή υπό το ευρύχωρον χαγιάτι, το υπόστεγον. Ετρεξε προς την θύραν.

Την νύκτα, ενώ εσύριζεν ο άνεμος περί την σκέπην του εξώστου μου και η θάλασσα εβρόντα κάτωθέν μου, ήκουσα αίφνης ξύλου τριγμόν και ησθάνθην τον εξώστην σεισθέντα υπό την κεφαλήν μου. Το πρώτον μου αίσθημα ήτο αίσθημα τρόμου. Αλλά διήλθεν ο φόβος ως αστραπή, και επλήσθη χαράς η καρδία μου. Επί τέλους! Ανέκυψα και εκάθισα βλέπων κάτωθεν μου την αφρίζουσαν θάλασσαν. Έσεισα τον εξώστην.

Είτε διότι η ακτίς του οφθαλμού της δεν διηυθύνθη προσφυώς, είτε διότι η ακοή δεν ωδήγησεν αρκούντως την όρασιν, είτε διότι δεν έστρεψεν επαρκώς το δέλετρόν της, είτε τέλος διότι δεν αντελήφθη καλώς τον τριγμόν ον ήκουσεν ουδ' έδωκε πολλήν σημασίαν εις την αντίληψιν ταύτην, το βλέμμα της μόλις εστράφη και απεστράφη πάλιν, και εξηκολούθησε να βαδίζη διά του διαδρόμου.

Η σιωπή αυτή διεκόπη από ένα υπόκωφον τριγμόν, αλλά τραχύν και παρατεταμένον, ο οποίος εφαίνετο ότι έβγαινεν από τας τέσσαρας γωνίας της αιθούσης. — Τι; τι; γιατί κάμνεις αυτόν τον θόρυβον; ηρώτησεν ο βασιληάς στρεφόμενος με οργήν προς τον νάνον. Ο νάνος εφαίνετο ότι συνήλθεν από την μεγάλην του μέθην, και παρετήρει τον τύραννον κατάμουτρα, ατενώς και ασφαλώς.

Εταράχθη με ένα τριγμόν υπόκωφον και σκληρόν, όμοιον με εκείνον που προσείλκυσε την προσοχήν του βασιλέως και των συμβούλων την στιγμήν κατά την οποίαν η Τριπέττα εδέχθη εις το πρόσωπον το περιεχόμενον του κυπέλλου του. Αλλ' αυτήν την φοράν δεν υπήρχε τρόπος να ερωτήση τις από που προήρχετο ο θόρυβος αυτός.