United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος εβυθίσθη εις τα νερά με ένα θλιβερόν πάταγον, ακολουθούμενος από φοβερούς ήχους. Συγχρόνως ήκουσα υπεράνω της κεφαλής μου, σαν ένα θόρυβον θύρας που ανοίγουν γρήγορα διά να την κλείσουν ταχύτερον ακόμη, ενώ αμυδρά ακτίς φωτός διέκοψε τα σκότη και εχάθη αποτόμως. Είδα φανερά ποία ήτο η τύχη που μου επεφυλάσσετο και ηυχαριστήθην διά το απρόοπτον αυτό γεγονός.

Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κ' επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλιάς του.

Όπου ηλίου ακτίς χρυσή, εκεί άλλ’ άστρα δεν ανατέλλουν· όπου ως ρόδον θάλλεις εσύ, τ' άλλα τ' ανθύλλια δεν με μέλουν. — Ναι, ναι, ναι! ενθυμούμαι! ανέκραξα τότε, προλαμβάνων την εξακολούθησιν νεανικών μου στιχαρίων. Μα είσθε λοιπόν η mademoiselle... — Δεν είμαι η mademoiselle, διέκοψεν η κόρη μετά παιδικής αγανακτήσεως, είμαι η Μάσιγγα! — Αλήθεια, είπον, η Μάσιγγα! Το ζωηρό, το εύμορφο κορίτσι!

Το σαθρόν και σκοτεινόν εκείνο ερείπιον ήτο της Μιλάχρως η οικία· και η κόρη εκείνη η ως ηλιακή λάμπουσα ακτίς χρυσή, ήτο η θυγάτηρ της, το εύμορφον Χρυσώ, ήτις τότε πρώτον, προ τριών ετών, ενεφανίζετο εις τον κόσμον. Διότι τότε είχεν αρραβωνισθή.

Διατί λοιπόν κατηγορείτε τον Αλέξανδρον; Όταν δε πάλιν ο Ρουτιλλιανός ηρώτησεν εις ποίους είχε μετεμψυχωθή, έλαβε την εξής απάντησιν• Πρώτον Πηλείδης εγένου, μετά ταύτα Μένανδρος, είθ' ος νυν φαίνη, μετά δ' έσσεαι ηλιάς ακτίς, ζήσεις δ' ογδώκοντ' επί τοις εκατόν λυκάβαντας . Αλλ' αυτός απέθανεν εβδομηκοντούτης, αφού παρεφρόνησε χωρίς να περιμένη την υπόσχεσιν του θεού.

Το συνέδριον είχε λάβει ήδη πείραν εκ της ήττης των επανηλειμμένων στρατηγημάτων του και της ταπεινώσεως της κομπορρήμονος σοφίας των ότι μία ακτίς φωτός από το στόμα εκείνο ήτο ικανή να διασκεδάση και να διαλύση όλην την σκοτόμαιλαν της κενής λογομαχίας και των περιτέχνων σοφισμάτων των.

Από τα πέρατα του κόσμου μία ακτίς κατ' αρχάς έλαμψε διά του απεράστου ερέβους, και εκείνη ήρκεσεν, ίνα καταλύση το σκότος, και κατακλύση το σύμπαν από φως και ζωήν· το κύτταρον έλαβε την πρώτην ώθησιν και προσεκολλήθη εις το κύτταρον, και η προσέγγισις εκείνη παρήγαγεν αρμονίαν ένθεον και ζωοποιόν, δι' ης ερρυθμίσθη ο αιώνιος Κώδηξ.

Νεράιδες είνε εκεί κάτω ς' το ρέμα που ασπρίζουν; Ερώτησε πάλιν ο ληστής. Τώρα μόλις ανέλαμψεν η φωτεινή ακτίς της θείας προνοίας εν τη ψυχή της Γερακούλας. Είδεν ότι είχεν ενώπιόν της δειλόν άνθρωπον και ήτο πλέον πρόχειρος ο τρόπος ν' αποκρούση την συνάντησιν αυτού μετά των θυγατέρων της.

Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν, και οι θερμοί σύζυγοι εχωρίσθησαν, πριν ή έτι διολισθήση εις τον κοιτώνα των διά της πυκνής αυλαίας του παραθύρου η πρώτη πρωινή ακτίς.

Εμέ δε την δυστυχή και τας ομοιοπαθείς αδελφάς μου εδέχθη η χαίνουσα του σιδηρού κιβωτίου άβυσσος, όπου ουδέ φωτός ακτίς ούτε ήχου παλμός εισέδυε ποτέ, ειμή παροδικώς μόνον και επ' ολίγας στιγμάς, οσάκις ηνοίγετο η θύρα, ίνα φυλακισθώσιν εντός αυτού και άλλαι ομοιοπαθείς μου, ή αποφυλακισθώσι και άλλα χαρτονομίσματα. — Πολλάς, αγνοώ πόσας, ημέρας διέμεινα εν φυλακή.