Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Το σαθρόν και σκοτεινόν εκείνο ερείπιον ήτο της Μιλάχρως η οικία· και η κόρη εκείνη η ως ηλιακή λάμπουσα ακτίς χρυσή, ήτο η θυγάτηρ της, το εύμορφον Χρυσώ, ήτις τότε πρώτον, προ τριών ετών, ενεφανίζετο εις τον κόσμον. Διότι τότε είχεν αρραβωνισθή.
Και μόνον εις τον σεσαθρωμένον της Μιλάχρως οίκον αγρυπνεί η δυστυχία και η κακομοιριά, ως να μη δύναται ούτε μίαν ημέραν ολόκληρον να καταυλισθή κ' εδώ η ευτυχία, και διαρρέει, νομίζεις, ως ύδωρ από τας οπάς και τας χασμάδας των τοίχων και των θυρίδων του χαλάσματος εκείνου. — Ο σερσέμης! υβρίζει η Μιλάχρω. Κ' ενίοτε αποτεινομένη μετά παραπόνου λέγει προς τον Μπάρμπα- Δήμαρχον.
— Δεν μπορείτε και σεις πλεια, να 'κονομήσετε χίλιες ψωροδραχμές! — Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, δεν έκαμνα γαμβρό τον σερσέμη! Είπε με την ωργισμένην φωνήν της η Μιλάχρω. Η Θεια-Σταματίτσα ηθέλησε να οργισθή και αύτη και να φύγη, αλλά πάλιν — καλή χριστιανή — ανεγνώριζε το δίκαιον της Μιλάχρως.
— Καλά παιδί μ', καλά! Διέκοψε πάλιν η πραεία φωνή. — Καλά που τώμαθα κ' ήρθα. Αλλέως δεν ξέρω τι θα γίνουνταν! Επανέλαβε πάλιν η ωργισμένη φωνή του Στεφανάκη, ελέγχοντος την Θεια- Σταματίτσα. Η φλοξ του φούρνου δεν κατακαίει τόσον σκληρώς τους χλωρούς πρίνους, όσον τώρα οι λόγοι αυτοί οι άγριοι του ασπλάγχνου Στεφανάκη ακουσθέντες κατέκαυσαν την καρδίαν της Μιλάχρως.
Και εξηκολούθει και μετά το δειλινόν ακόμη να κολλά τον φούρνον της εκείνην την ημέραν — παραμονήν του αγίου Βασιλείου — ενώ ο Μπάρμπα- δήμαρχος φαγών ήδη πέντε φαρφούνες ζεστές — από τα φουρνιάτικα — με μια πεντάρα τουλουμοτύρι, εκάθητο εις την αγοράν, εις το καφενείον το καλλίτερον, τραβών τον ναργιλέ του ήσυχος και ευχαριστημένος, ως άνθρωπος ο οποίος είχε κουβαλήσει όλες της κλάρες της Μιλάχρως, διαλεγόμενος με τους άλλους προεστούς περί των υδάτων του χωρίου.
— Τα, τι λουγάτι! — Άψητες, θαπώ; — Αρί! Μουλύβια! Εκραύγαζον τότε αι γυναίκες δυσαρεστημέναι διά την βίαν της Μιλάχρως, ήτις εξεφούρνιζεν άψητες της βασιλόπηττες. — Για σας μονάχα, θαρρείτε, ξημερόνει Άιβασ'λιού; Και χωρίς να προσθέση τίποτε άλλο, ήρχισε σπεύδουσα να ρίπτη πάλιν κλάρες εις τον φούρνον. Επειδή δε αι γυναίκες εγόγγυζον και άλλαι ηπείλουν εν ταραχή θορυβώδει, είπε πάλιν η Μιλάχρω.
Τι να σου κάμη και η Μιλάχρω; Τα χρήματα, καθώς έλεγε και ο Μπάρμπα- δήμαρχος, δεν κόπτονται από τον τοίχον. Και από τον τοίχον αν εκόπτοντο, της Μιλάχρως το σπίτι ούτε τοίχους σχεδόν είχε, το ερείπιον! Είχεν όμως φούρνον η Μιλάχρω, και από τον φούρνον εσύναζε φουρνιάτικα.
Όσο και να πης, πάντοτε θα μπορή να κουβαλάη κλάρες. Όμως η χαρά της Μιλάχρως και η ζήλεια του χωρίου δεν διήρκεσαν πολύ. Αν έλειπεν η ζήλεια, ημπορεί να διαρκούσε περισσότερον και η χαρά. Αλλά τώρα την γλωσσόφαγεν αμέσως ο φθόνος την χαράν της Μιλάχρως, ως αι άκανθαι τον σίτον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν