United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή το πλοίον δεν παρελάμβανεν υγιείς, οι θέλοντες να φύγουν μετεχειρίζοντο διάφορα τεχνάσματα διά να φθάσουν και να γίνουν δεκτοί εις την «Ένωσιν». Τινές μετέβαινον εις το πλοίον κολυμβώντες, άλλοι δε, συνδέοντες δύο ασκούς πλήρεις ελαίου, προωρισμένου διά τας εν Αθήναις οικογενείας των, επλησίαζον διά της σχεδίας ταύτης εις το πλοίον και εκραύγαζον: — Για το Θεό, πνίγομαι!

Ουδεμία άλλη κίνησις εσημειώθη την πρωίαν εκείνην, πλην του κώδωνος της γειτονικής εκκλησίας όστις αργά και αυτός εκρούσθη, κούφια-κούφια, ως να ήτο η εκκλησία μακράν εις το βουνόν, και των κραυγών των ορνίθων, αίτινες λησμονήσασαι να παρατηρήσωσι καλά, εξήλθον πρωί-πρωί των ορνιθώνων προς βοσκήν, και αίφνης ευρεθείσαι επί του λευκού και απαλού εκείνου λειβαδίου εβυθίσθησαν με τας πτέρυγας ανοικτάς, αι δείλαιαι, και εκραύγαζον θλιβερώς, αισθανθείσαι τον παγετόν του θανάτου.

Διότι, ενώ φανερά εφρύαττον κατά της αποστασίας δήθεν Ενός όστις ήτο εντελώς υπήκοος και ειρηνικός, εκραύγαζον υπέρ της απελευθερώσεως ανθρώπου του οποίου η εγνωσμένη αποστασία είχε κηλιδωθή προσέτι διά ληστείας και φόνου.

Ο Χίλων ίστατο ακίνητος με χείρα τρέμουσαν και δεικνύων διά του δακτύλου τον Καίσαρα. Θόρυβος ηγέρθη. Ως κύματα συνταρασσόμενα και αιφνιδίως ωθούμενα υπό της τρικυμίας, ο λαός όρμησε προς τον γέροντα διά να τον ίδη εγγύτερον. Φωναί εκραύγαζον: «Κρατήστε τον», άλλαι: «Αλλοίμονον εις ημάςΘύελλα συριγμών και ωρυγμών εξέσπασεν: «Αινόβαρδε! Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά! Ο κυκεών ηύξανεν.

Εστεμμένος διά φύλλων ελάτης και ο θίασος των εχόντων σώμα ίππου και ανθρώπου Κενταύρων ήλθε και αυτός, ίνα μετάσχη του γεύματος των θεών και του βακχείου κρατήρος. «Ω κόρη του Νηρέως, εκραύγαζον ούτοι, προείπεν ήδη ο τα μέλλοντα γινώσκων φοιβόληπτος μάντις Χείρων ότι θα γεννήσης υιόν, όστις μέγα κλέος θα φέρη εις την Θεσσαλίαν.

Ημέραν τινά, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ο Βούργαρης, ένας αστείος χωρικός, τον επλησίασε με τρόπον και αιφνιδίως δι' όλης του της πνοής εξεφύσησε δούπον βροντώδη, πουφ! Ο δε Μανώλης, εκταραχθείς ως αίλουρος, ανεπήδησε και ετράπη εις φυγήν, ενώ κατόπιν αυτού οι χωρικοί ανεκάγχαζον και εκραύγαζον, όπως κατόπιν λαγού φεύγοντος και καταδιωκομένου υπό σκύλων: — Ου, μωρέ, πιάσ' τονε!

Τότε έθεσαν εις την κεφαλήν του στέμμα εξ ανθέων, και ωσάν ακόλουθοι ευλαβείς προ Βασιλέως, εστάθησαν εν τάξει προ αυτού δεξιόθεν και αριστερόθεν. Και τα παιδία συνελάμβανον διά της βίας οιονδήποτε διερχόμενον εκείθεν και εκραύγαζον προς αυτόν: «Ελθέ και προσκύνησον τον Βασιλέα, έπειτα εξακολούθησον τον δρόμον σου

Και θα αποθάνετε με το όνομά Του εις τα χείλη σας. Ειρήνη υμίν! Μετά τας απειλάς του Κρίσπου οι λόγοι του Πέτρου υπήρξαν βάλσαμον διά το πλήθος. Ο θείος έρως ανεπλήρωσε τον θείον τρόμον και εκυρίευσε τας ψυχάς. Πανταχόθεν εκραύγαζον: «Είμεθα τα πρόβατά σου». Πολλοί εγονυπέτουν εις τους πόδας του λέγοντες: «Μη εγκαταλίπης ημάς κατά την ημέραν της καταστροφής».

Τα, τι λουγάτι! — Άψητες, θαπώ; — Αρί! Μουλύβια! Εκραύγαζον τότε αι γυναίκες δυσαρεστημέναι διά την βίαν της Μιλάχρως, ήτις εξεφούρνιζεν άψητες της βασιλόπηττες. — Για σας μονάχα, θαρρείτε, ξημερόνει Άιβασ'λιού; Και χωρίς να προσθέση τίποτε άλλο, ήρχισε σπεύδουσα να ρίπτη πάλιν κλάρες εις τον φούρνον. Επειδή δε αι γυναίκες εγόγγυζον και άλλαι ηπείλουν εν ταραχή θορυβώδει, είπε πάλιν η Μιλάχρω.

Οι πλοίαρχοι και των δύο παρά τα πηδάλια, με τα δίοπτρα εις χείρας εκραύγαζον την στιγμήν εκείνην ως με θαλασσίαν σάλπιγγα, την οστρακώδη κοχύλαν: — Μόλα-μπουρίνα! τίρα-μόλα! Κ' εβόϊζε το άγριον πέλαγος αντηχούν εις απόστασιν: — Μόλα μπουρίνα! Τίρα-Μόλα!