Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Και όταν πλέον απαυδήσας εστήριζον τα νώτα μου εις τον τοίχον παρά την εστίαν, και ο ύπνος απατηλός ήρχιζε να βαρύνη τα βλέφαρά μου ημίκλειστα, τότε ήκουα τον γλυκύν του κώδωνος ήχονμέσ' 'ς τα μεσάνυκταεπετιόμουν επάνω πτερωτός, ελαφρός ως πτηνόν.

Δεν ήτο η συνήθης ώρα, αλλ' ο ατυχής ρασοφόρος είχεν απατηθή. Και ουδέν παράδοξον, διότι εις τον ύπνον του τω εφάνη ότι ήκουσε σφοδρόν κρότον κώδωνος.

Τέλος εφάνη ως να απεφάσισε τι, και έκαμε κίνημα όμοιον με το του υπνηλού του παλαίοντος με τα όνειρά του. Ανωρθώθη δε πάλιν και επανέλαβε το έργον του. Αλλά την στιγμήν εκείνην, καθ' ην αντήχησεν η τελευταία δόνησις του μεγάλου κώδωνος, όστις τελευταίος εκρούσθη μετά το σιδηρούν σήμαντρον και τους μικρούς κώδωνας, υλακή κυνός ηκούσθη, απαντώσα εις τον εκπνέοντα βαρύγδουπον κρότον.

Το δε όντως παράδοξον ήτο ότι ο ούτω κατακείμενος είχεν υψωμένον τον βραχίονα και τους πέντε δακτύλους εντός ισαρίθμων χαλκίνων κρίκων, εις ους απέληγε το σχοινίον κώδωνος ανηρτημένου εκ του τοίχου.

Να εισέλθωμεν ημείς πρώτοι εις επίσκεψιν της κυρίας, καθ' ην ώραν αναμένει έτι τους ξένους της, και τείνει έμπλεον προσδοκίας το βλέμμα προς την θύραν, και προσέχει ανυπόμονον το ους προς πάντα κρότον του κώδωνος της θύρας; Καλλίτερα όχι. Δεν είνε ευχάριστον να περιμένη τις, και ακόμη ολιγώτερον να βλέπη άλλον περιμένοντα.

Μεταβάς εις την απέναντι πλευράν της αιθούσης, ισαρίθμους έχουσαν θυρίδας, είδον δι' αυτών δύο κυρίους, μίαν κυρίαν και ωσεί οκταετές παιδίον, απαραλλάκτως αναπαυομένους επί σιδηράς τραπέζης και σφίγγοντας ομοίου κώδωνος το σχοινίον.

Δεν ήτο, έλεγες, φωνή εκείνη, αλλά γλυκεία τις και μυστηριώδης απήχησις κώδωνος κρυσταλλίνου, μαγεύουσα την ακοήν και κρατούσα υπό διαρκές και ακαταμάχητον θέλγητρον τον ακροατήν. Ουδέποτε ήκουσα γλυκυτέραν ανθρώπου φωνήν, σπανίως δε και ήχου οιανδήποτε κλαγγήν, ήτις να έχη τόσην την μυστηριώδη της μαγείαν.

Επέστρεφεν εις ατμόσφαιραν συσκοτιζομένην ήδη υπό των νεφών της επιτεινομένης αντιδράσεως· και μόλις είχεν επιστρέψει, όταν εις την ατμόσφαιραν ταύτην, ως πρώτη δόνησις θανασίμου κώδωνος σημαίνοντος καταστροφήν, ήλθεν η είδησις φοβερού μαρτυρίου. Ο θεοφεγγής και φαεινός λύχνος εσβέσθη αίφνης εις το αίμα.

Σιγά-σιγά, υπό το φως των αστέρων, αναβαίνων και διασκελίζων ως αγρία αιξ τα ξηρόκλαδα και τους θάμνους, ήκουσε τώρα και τον ήχον ηδυλάλου κώδωνος: — Ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! ντίγκι-νταγκ! Πουλάκια τινά τω εφάνη ότι ετσιτσίρισαν φαιδρώς μέσα εις τας φωλεάς των, και τις αλκυώνος σκιά, πεταχτή, ανεκινήθη επί υψηλού σκοπέλου, τινάσσουσα τα πτερά της εν χαρά.

Διά της τρίτης θυρίδος είδον γέροντα χωρικόν, του οποίου οι μαύροι και χονδροί δάκτυλοι δεν είχον δυνηθή πιθανώς να εισέλθωσιν εις τους κρίκους και ως εκ τούτου το σχοινίον του κώδωνος είχε δεθή περί τον καρπόν της χειρός. Το τέταρτον κελλίον ήτο όλως κενόν, κάτωθεν δε της σιδηράς τραπέζης εφαίνετο λεκάνη πλήρης πηκτού τινος ερυθροπρασίνου ρευστού βδελυρού την θέαν και την οσμήν.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν