United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΑΡ. Λοιπόν, εις εκείνον ο οποίος έχει πολλά, ίσως τούτο είνε εύκολον, εις εκείνον δε ο οποίος έχει ολίγα ή τίποτε, δεν είνε δυνατόν• ώστε πτωχός δεν δύναται να γείνη σοφός, ούτε να φθάση εις τον σκοπόν, δηλαδή εις το ευχάριστον. Αλλ' ουδ' ο πλούσιος, ο δυνάμενος εκ της περιουσίας του να ικανοποιή αφθόνως τας επιθυμίας του, θα δυνηθή να κατορθώση τούτο.

Πρόκειται δηλαδή να εξετασθή αν πρέπει να ζώμεν ως χοίροι κάτω βλέποντες χωρίς να σκεπτώμεθα τίποτε ευγενές ούτε υψηλόν, ή να θεωρούμεν το ευχάριστον κατώτερον του ηθικού και ελεύθεροι ελευθέρως να φιλοσοφούμεν και μήτε τον πόνον ως τι ακατανίκητον να φοβούμεθα, ούτε το ευχάριστον ως κτήνη να προτιμώμεν και την ευτυχίαν να ζητούμεν εις το μέλι και τας ισχάδας.

Επί τέλους την ηύρεν ένας άνθρωπος, ο οποίος την έστειλε, μαζή με άλλα τρία νομίσματα, να πάρη τον αέρα της. — Τι ευχάριστον πράγμα, έλεγεν η δραχμή, να βλέπη κανείς τον κόσμον, και να παρατηρή νέα πράγματα και νέα πρόσωπα. Αλλά από τότε ήρχισαν τα παθήματά της.

Διότι αυτά είνε σύμβολα της νίκης και χρησιμεύουν απλώς διά να φαίνεται ποίοι ενίκησαν αλλ' η δόξα η οποία τα παρακολουθεί, έχει την μεγαλειτέραν αξίαν διά τους νικητάς, και χάριν αυτής αξίζει και να λαμβάνουν λακτίσματα εκείνοι που επιδιώκουν διά των κόπων την καλήν φήμην• διότι ακόπως δεν αποκτάται, αλλά πρέπει όποιος την επιθυμεί αυτήν, να υποφέρη κατ' αρχάς πολλούς μόχθους και τότε μόνον να περιμένη το ωφέλιμον και το ευχάριστον ως καρπόν των κόπων.

Θα είνε λοιπόν ευχάριστον εάν θελήση να προσέλθη και μας διηγηθή την υπόθεσιν του δράματος.

Βλέπεις, ότι μόνον περί του συμφέροντός μου φροντίζω, τα δε κοινά καταπροδίδω και ζημιώνω. Αλλά θέλω να μου είπης και τούτο, ω Ερμή, εάν νομίζης ότι δύναται να υπάρξη αγαθόν άγνωστον, κτήμα ή έργον το οποίον ουδείς βλέπει και ουδείς επαινεί και αν το τοιούτον δύναται να είνε εξ ίσου ευχάριστον εις τον κάτοχον αυτού.

ΤΥΧ. Διά ποίον λόγον; ΠΑΡ. Διότι εάν ζη εξ ιδίων, η τοιαύτη ζωή, Τυχιάδη, παρακολουθείται από πολλάς ενοχλήσεις• και θα σου τας αναφέρω. Ο θέλων να ζήση κατά τρόπον ευχάριστον πρέπει να ικανοποιή όλας του τας ορέξεις ή όχι; ΤΥΧ. Είμαι σύμφωνος.

Όταν ο Καρπάθιος του εφώναζε: «Μανώλη! ω Μανώλη!», του απήντα επισύρων, ως εκείνος, την φωνήν: — Τι-α-θέλεις, μάστορη; Λάσπην ή πέτρες; Εγέλα δε και όταν ακόμη ο Καρπάθιος, αδημονών, του ετίνασσε το μυστρί κατά πρόσωπον και τον επασάλειβε με πηλόν. Τούτο άλλως τε του έδιδε την ευχάριστον πρόφασιν να τρέχη εις τον ποταμόν διά να νιφθή και να βλέπη τας γυναίκας που έπλυναν με τα φορέματα ανασυρμένα.

ΜΕΝ. Εύγε, Σωκράτη, και εδώ, βλέπω, εξακολουθείς την ίδιαν τέχνην και δεν αδιαφορείς δια τους ωραίους νέους. ΣΩΚΡ. Τι άλλο πλέον ευχάριστον έχω να κάνω; Αν θέλης, μένε πλησίον μας. ΜΕΝ. Όχι, πηγαίνω να εύρω τον Κροίσον και τον Σαρδανάπαλον, διότι απεφάσισα να κατοικήσω πλησίον αυτών. ΑΙΑΚ. Κ' εγώ πηγαίνω, διότι φοβούμαι να μη δραπετεύση κατά την απουσίαν μου κανείς νεκρός.

Έδραμεν η Ψυχή εκεί, και προς ευχάριστον έκπληξίν της εύρε τράπεζαν εστρωμένην και όψα επ' αυτής πολλά. Καθίσασα δε . . έφαγε, διότι επείνα πολύ.