United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λειτουργία χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην δεν γίνεται, οι ποιμένες και οι βοσκοί ήσαν όλοι, ως εικός, ου μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι οι κακόμοιροι πολλοί τούτων. — Τώρα, τι να κάμουμε; — Ορίστε σου υπόσχονται σίγουρα μία δουλειά, κ' ύστερα σ' αφήνουν μέσ τη μέση! &Ανθρώπους και κτήνη σώσεις Κύριε!& Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπάρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο.

Αι δυο βραχωμέναι αίγες συνειθισμέναι ν' αναρριχώνται εις όλους τους κρημνούς, ν' αναπηδώσιν επάνω εις όλα τα χαλάσματα, εις όλους τους ρέποντας και καταρρέοντας τοίχους, δεν είχον εννοήσει ότι έπεσαν εις παγίδα, την οποίαν ο δαίμων της αβύσσου είχε στήσει δι' αυτάς. Ησθάνοντο και αυταί, ως άλογα κτήνη όπου ήσαν, ότι δεν ήτο δυνατόν να γλυτώσουν από εκεί όπου ήσαν βραχωμέναι.

ΠΡΙΓΚΗΨ Ω άνδρες ανυπόταγοι, εχθροί της ησυχίας, 'ς το αίμα των γειτόνων σας τι βάφετε τα χέρια; Δεν θα μ' ακούσετε; Ω σεις, — ω άνθρωποι, — ω κτήνη, που θέλετε να σβύσετε του πάθους σας την φλόγα εις βρύσιν ολοπόρφυρην, 'ς το αίμα των φλεβών σας!

Η προς τον δρόμον θύρα, παρά την οποίαν εκρέμετο μικρός καθρέπτης, ήτο κλειστή, αλλ' ήτο ανοικτόν το «απανωπόρτι», παράθυρον επί του θυροφύλλου, διά του οποίου εισήρχετο ο θόρυβος της οδού, ποδοβολητός των επιστρεφόντων εκ των αγρών χωρικών με τα κτήνη των, φωναί των βουκόλων και βλασφημίαι προς τους συμπλεκομένους ή ασχημονούντας εν μέση οδώ ταύρους· «Να βούι, να! διάλε τ'ς αποθαμένους σουκαι υλακαί βαθμηδόν απομακρυνόμεναι μετά του άλλου θορύβου.

Όστις δε ασθενήση, έρχεται και πίπτει εις την έρημον· κανείς δε δεν φροντίζει περί αυτού μήτε εάν απέθανε μήτε εάν πάσχη. Όλοι αυτοί οι Ινδοί τους οποίους ανέφερα συνουσιάζονται αναφανδόν ως τα κτήνη, το δε χρώμα των ομοιάζει με το των Αιθιόπων.

Κατ' αυτούς, η Αθηνά είναι θυγάτηρ του Ποσειδώνος και της λίμνης Τριχωνίδας, και ότι συγχισθείσα με τον πατέρα της εδόθη αυτοθελήτως εις τον Δία, αυτός δε ο Ζευς την εδέχθη ως θυγατέρα του. Ταύτα λέγουσιν. Έχουσι δε τας γυναίκας κοινάς, και δεν κατοικούσι μετ' αυτών αλλά συνουσιάζονται ως τα κτήνη.

Διατί, όπως δύναταί τις να κλείη τους οφθαλμούς, να βύη τα ώτα, διατί δεν δύναται να κοιμίζη προσκαίρως και την σκέψιν, διατί να είνε κατάδικος εις το να κυλινδρή τον λίθον του Σισύφου εν τη ιδία αυτού ψυχή; Διά να ομολογή την αδυναμίαν αυτού; Διά να εννοή το ανίσχυρον και ατελές της ανθρωπίνης φύσεως; Φευ! Είμεθα λοιπόν χείρονες και των θηρίων; Τα κτήνη είνε τέλεια εν τη ατελεία.

Οι μεν εζήτουν να αναρριχηθώσιν εις τους φραγμούς των θεωρείων, άλλοι έτρεχον πέριξ της κονίστρας υλακτούντες ως εάν κατεδίωκον αόρατον θήραμα. Ο λαός δυσηρεστήθη. Χιλιάδες φωνών προεκάλουν θόρυβον, θεαταί τινες εμιμούντο τους βρυχηθμούς των θηρίων, άλλοι εγαύγιζον ως κύνες, άλλοι τέλος εξηρέθιζον τα κτήνη εις όλας τας γλώσσας. Το αμφιθέατρον εδονείτο εκ των κραυγών.

Τωόντι, αφού δεν επιτρέπεται εις αυτούς να θυσιάζωσι κτήνη άλλα ειμή πρόβατα, βόας άρρενας και μόσχους, όταν ήναι καθαροί, και χήνας, πώς είναι δυνατόν να θυσιάζωσιν ανθρώπους; Εκτός τούτου, ο Ηρακλής ήτο μόνος, και ως λέγουσιν άνθρωπος θνητός· πώς εξηγείται λοιπόν να εφόνευσε πολλάς μυριάδας ανθρώπων; Και περί τούτων μεν τοσαύτα ειπόντας, ας μας συγχωρήσωσιν οι θεοί και οι ήρωες.

Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων.