United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι πρώτον μεν υπάρχει συμφώνως με την φύσιν, και μας κάμνει να απέχωμεν από την ερωτικήν λύσσαν και μανίαν και όλας τας μοιχείας και από ποτά και τροφάς υπερμέτρους, και μας κάμνει να είμεθα με τας γυναίκας μας σχετικοί και φίλοι, και άλλα πολλά αγαθά ημπορούν να προκύψουν, εάν κανείς ημπορούσε να τον διατηρή.

Πες τους ότι, αν δεν δώσουν των πατέρων μας την προίκα, Θα ανέβουμε και πάλι καμμιά μέρα εις την Πνύκα, Να ειπούμε εναντίον της Ευρώπης όλης γιούχα Και γεμάτοι από λύσσαν να ξεσχίσωμεν τα ρούχα. Νέοι ρήτορες και πάλιν εις τους δρόμους θα φανούν, Και πτερά θα δώσουν νέα στον ελεύθερόν μας νουν,

Μέσα εις την τόσην λύσσαν επί τη όψει του ασπόνδου φονιά δεν ενθυμήθη το παλληκάρι ότι από της αρχής της συμπλοκής δεν είχε γεμίσει πλέον το όπλον του. — Ρίξε πάλε, μπρε!. . . εφώναξε προς αυτόν ο Ταχίρ, ακίνητος εις την θέσιν του, προτείνων τα στήθη ως σημάδι του αντιπάλου του. — Όχι απήντησε μανιώδης ο Ζάχος. Κ' έρριψε το καρυοφύλλι μακράν, προς τους συντρόφους του.

Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό. Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε. — Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . . Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν.

Αφηρημένος προχθές διευθύνθην προς τα εκεί· και επερίμενα ν' ακούσω την αγριωπήν κραυγήν: — «Φόρα! Φόρακραυγήν περιέχουσαν όλην την αγρίαν λύσσαν, ήτις εστοίχισεν άλλοτε εις το κράτος 60,000 δρ. διά την αρπαγείσαν γυναίκα του ιπποδρομίου Φουρνιέ.

Η Μαργή εξηκολούθησε να τον λιθοβολή με λύσσαν, αλλά τα πλείστα των βλημάτων της ήσαν άστοχα ή δεν έφθαναν μέχρι του εχθρού, ο οποίος μεθ' έκαστον κτύπημα επαναλάμβανε το ηδονικόν επιφώνημά του: — Ω-ω-ω! να χαρώ τα χεράκια σου, Μαρούλι! Εδρόσισες την καρδιά μου. Βλέπουσα δε η Μαργή ότι τα κύματα της οργής της εθραύοντο ανίσχυρα επί του βράχου εκείνου, ήτον ετοίμη να δακρύση εκ πείσματος.

Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ Τον ηύρε 'πού τους Έλληναις με κτύπους αδυνάτους πολεμούσε· ανυπόταχτο εις το χέρι το πανάρχαιό του ξίφος όπου πέση κάτω μένει· περισσός αντίπαλός του εις τον Πρίαμον ο Πύρρος ξεσπαθόνει και με λύσσαν μέγα χτύπημα βροντάει, και με μόνον τον αέρα με το σύρμ' αυτό του ξίφους πέφτει άνευρος ο γέρος.

Την ησθάνετο πλησίον του, ησθάνετο το άρωμα της κόμης της, ενεθυμείτο το ηδυπαθές των ασπασμών του, με τους οποίους εις το συμπόσιον εκείνο είχε κατακαλύψει τα αθώα χείλη της. Και όταν ανελογίζετο ότι θα την απήλαυεν ο Νέρων, επνίγετο από λύσσαν τόσον τρομεράν, ώστε επεθύμει να κτυπήση την κεφαλήν του εις τον τοίχον. Μόνη η σκέψις της εκδικήσεως του παρείχον ανακούφισίν τινα.

Εις την παλαίστραν, οι μονομάχοι εις δύο ομάδας επάλαιον με λύσσαν θηρίων: οι θώρακες προσέκρουον επί των θωράκων, τα σώματα συνεπλέκοντο εις θανάσιμα σφιγξίματα, τα φοβερά μέλη έτριζον εις τας αρθρώσεις των, αι μάχαιραι εβυθίζοντο εις τα στήθη και τας κοιλίας, τα κάτωχρα χείλη εξετόξευον χειμάρρους αίματος.

Η Ηλέκτρα κάθηται παρά την κοίτην του ασθενούς αυτής αδελφού: Οίμοι, κασίγνητ', όμμα σον ταράσσεται, ταχύς δε μετέθου λύσσαν, άρτι σωφρονών. Ορ. Ω μήτερ, ικετεύω σε, μη 'πίσειέ μοι τας αιματωπούς και δρακοντώδεις κόρας· αύται γαρ αύται πλησίον θρώσκουσί μου. Ηλ. Μέν', ω ταλαίπωρ', ατρέμα σοις εν δεμνίοις· οράς γαρ ουδέν ων δοκείς σάφ' ειδέναι. Ορ.