United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καερδέν εγύρισε τον Τριστάνο στα τείχη, και στον μεγάλο πύργο, τριγυρισμένο από προμαχώνες με πασσάλους, όπου κρύβονταν οι τοξότες. Από της πολεμότρυπες τούδειξε μακρυά στον κάμπο της σκηνές και τα παραπήγματα πούχε στήσει ο κόμης Ριόλ. Όταν γύρισαν στο παλάτι, ο Καερδέν είπε στον Τριστάνο: — Τώρα, ωραίε φίλε, θ' ανεβούμε στη σάλλα που είναι η μητέρα μου κι' η αδερφή μου.

« Άλλο μην περιμένετε. » Γιατ' ήλθε η χρονιά μας· » Ν αφήσουμε τα πρόβατα. » Με τα λαμπρά κουδούνια, » Και ν' ανεβούμετα βουνά. «'Ψηλάτα κορφοβούνια. » Ν' αφήσουμε τα σπήτια μας, » Τη δόλια φαμηλιά μας

Νόμιζα πως η λύπη για το παιδί σας. . . Εσύ δεν είσουνα άξιος λύπης. Σου είχα ετοιμάσει ένα δρόμο που θα σ' έφερνε, αν ήθελες να τον ακολουθήσης, σε μια υπέροχη κοινωνική θέση. Χρήματα για σένα μπορούσα να ξοδέψω όσα κι ά μου ζητούσες, αν ήθελες να σπουδάσης, να γίνης ένας επιστήμονας. Είχαμε ανάγκη ν' ανέβουμε πιο αψηλά στην κοινωνία απ' ό,τι είμαστε τώρα. Εσύ δε θέλησες να το νοιώσης ποτέ αυτό.

Κι ως τόσο μένουν ακόμα οι τοίχοι! τα χέρια που τους έχτισαν είχανε μέσα τους την αθανασία. Ας ανεβούμε ακόμα. Εδώ, εδώ είναι η Ακρόπολη της αρχαίας της χώρας. Η χώρα έγεινε χωράφι, και το σπέρνουνε Τούρκοι. Μα η Ακρόπολη μένει απάνω σε βράχο ριζωμένο στα βάθια της γης. Από δω κοιτάζανε νύχτα και μέρα κατά το πέλαγο, μην τύχη και προβάλη εχτρός. Και τι εχτρός!

Ως τόσο, ψυχή πουθενά. Εξόν ο Αράπης εκείνος, που δέκα ύπνους κοιμάται απάνω στην πλάκα, στο πρώτο σκαλοπάτι γερμένος. Τι να τον κάνουμε τον Αράπη! Ως κι αγάπης όνειρο να γενούμε, και μέσα στο σκοτεινό του κεφάλι ναστράψουμε, πάλι αυτός θα κοιμάται! Ας περάσουμε καλλίτερα, κι ας ανέβουμε την τετράπλατη σκάλα που μας φέρνει στο μπέηκο το χαγιάτι. Παράξενο σπίτι!

Ο γενναίος Αγαθούλης ας τα ετοιμάση· η κυρία έχει χρυσαφικά και διαμάντια, ας ανεβούμε γρήγορα στ' άλογα, αν και δε μπορώ να κάτσω παρά στο ένα κωλομέρι, κι' ας το δίνομε για τα Γάδειρα. Κάμνει τον ωραιότερο καιρό του κόσμου κ' είναι πολύ ευχάριστο να ταξιδεύη κανείς με τη νυχτερινή δροσιά. Ευθύς ο Αγαθούλης σελλώνει τα τρία άλογα. Η Κυνεγόνδη, η γριά κι' αυτός κόβουν τριάντα μίλλια μονορούφι.

Του κάκου· μαζί να ξαναπάμε· ν' ανεβούμε τότε και στα Σφακιά, ν' ακούσουμε και τα χαριτωμένα τραγούδια τους, αφού οι "μπαρουθιέςτους παν πια και πάνε, δόξα νάχη ο Θεός.! Το θυμάσαι το λιανοτράγουδο; Το κυπαρίσσι ρέγουμαι, το μυρισμένο ξύρο, Οπού σου μοιάζει, μάθια μου, στο μάκρος και στο ψήρο. — Καθώς βλέπω, δουλειά δε θα κάμουμε, λέει ο φίλος ανυπόμονα.

Χριστέ μου, προσκυνώ σε, του ξένου μας στη ξενιτιά αρρώστια μη του δίνης. Η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει μεγάλη πάστρα, θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, θέλει αδερφές ολόγυρα να τον καλοτηράνε... Στην Κυρίαν Ψυχάρη. Τρεις ώρες θα περνούσαμε την άσωτη εκείνη κλεισούρα, προτού ν' ανεβούμε ψηλά προς το Βελούχι, όλοι οι στρατοκόποι.

Πες τους ότι, αν δεν δώσουν των πατέρων μας την προίκα, Θα ανέβουμε και πάλι καμμιά μέρα εις την Πνύκα, Να ειπούμε εναντίον της Ευρώπης όλης γιούχα Και γεμάτοι από λύσσαν να ξεσχίσωμεν τα ρούχα. Νέοι ρήτορες και πάλιν εις τους δρόμους θα φανούν, Και πτερά θα δώσουν νέα στον ελεύθερόν μας νουν,