Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Κι ανάρια τα κουδούνια τους ακούονται στη ράχη· ολόηχα εδώ, κομμένα εκεί, βραχνόφωνα άλλα ηχούν, λες σήμαντρα πολύλαλα και κρέμονται στα βράχη κι οι αχοί τους φεύγουνε ψηλά κι ανάεροι ξεψυχούν. Και το αεράκι ανάλαφρα τα πεύκα αργοαναδεύει και ισκιώνουν κι όλο ισκιώνουνε τα πλάγια χαμηλά, και μια κατσίκα απ τις πολλές παράμερα αλαργεύει και πάει και ολόρθη στέκεται σε μια κορφή ψηλά.
« Άλλο μην περιμένετε. » Γιατ' ήλθε η χρονιά μας· » Ν αφήσουμε τα πρόβατα. » Με τα λαμπρά κουδούνια, » Και ν' ανεβούμε 'ς τα βουνά. «'Ψηλά 'ς τα κορφοβούνια. » Ν' αφήσουμε τα σπήτια μας, » Τη δόλια φαμηλιά μας.»
Τέτοια φωνάζοντας κουνεί τρεις δασιούς λόφους χήτες του κράνους του, και κάτω απ’ την ασπίδα κουδούνια χάλκινα τρομάρα ηχολογούνε, κ’ έχει περήφανο σημάδι επάνω, τέτοιο: τον ουρανό που αστράφτει απ’ άστρα δουλεμένο, και μες στη μέση σ’ όλη του τη λάμψη πρέπει τ’ ολόγιομο φεγγάρι της νυχτός το μάτι.
Αχ, διατί να μην ήμουν συνταγματάρχης εις την Ελλάδα, να με κηρύξουν στάσιμον; Και εις τον ιλιγγιώδη εκείνον δρόμον διακρίνω συγκεχυμένα, ως εν ονείρω, ανθρώπους λευκούς, μαύρους, κιτρίνους, ερυθροδέρμους, Κινέζους με κοτσίδαν σειομένην εις τον αέρα, αραπάδες με κουδούνια εις τ' αυτιά και την μύτην, των οποίων το κάτω χείλος σαρόνει το έδαφος, Ινδούς επί αγρίων ίππων, επί κεφαλής των οποίων τρέχει ο Μπούφαλο Μπιλ έφιππος, κραδαίνων δόρυ, πέντε ή έξ σιδηροδρόμους, οι οποίοι σφυρίζουν με όλην την δύναμιν του ατμού των, σύνταγμα αμαζόνων, επισειουσών παράδοξα όπλα, τα οποία οι Έλληνες κατατάσσομεν εις τα σαλατικά, ποδήλατα, φωνογράφους, σπίτια από πεπιεσμένον χάρτην, κινηματογράφους, ηλεκτροσκόπια, προβολείς ηλεκτρικούς!
Με του φεγγαριού τις λαμπερές τις αχτίδες, με τις σύδεντρες τις βουνοπλαγιές που ξαπλωνόντανε φωτολουσμένες κι από τις δυο μεριές, με ταγέρι που γλυκοφυσούσε από την κοιλάδα κατάμπροστα, με τα κουδούνια των κοπαδιών που βροντοκοπούσαν απάνω στις γυμνές βουνοκορφούλες τριγύρω, είτανε να μένη άνθρωπος στο ξάστερο και να το νοιώθη πως υπάρχει και πως χαίρεται κόσμο, ως και να πλαγιάση εκεί και να νανουρίζεται.
Βόσκουν αυτά με την δροσιά και με το κρύο της νύχτας Σε γούπατον, σε λαγκαδιά και 'ς όχτους απλωμένα. Γλυκός γλυκός αντίλαλος χύνεται απ' τα κουδούνια, Κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει, Κάποτε σκύλου βάβυσμα βαθιά βαθιά γροικιέται Μέσ' 'ς τη μαυρίλα την πυκνή.
Mια και μπης σ' αυτή τη φωλιά, και σαν πουλί σπαρταράει η ψυχή σου. Άφησε πια που σε μεθάει το θυμάρι κ' η λυγαριά. Άφησε που σε κουφαίνουν τα κοπάδια τριγύρω με τα κουδούνια τους, που σε γλυκοκοιμίζουν οι βρύσες με τακοίμητά τους νερά.
Σαν το ζαρκάδι ο νιος βοσκός ξετρέχει την κοπή του· Σουρίζει, σαλαγάει «όι, όι» και τήνε ροβολάει Από τα πλάγια στο μαντρί, στην στρούγγα για ν' αρμέξη. Από στεφάνι, από γκρεμόν, από ραϊδιό και λόγγο Και του γιδάρη η σαλαγή στριγγιά στριγγιά γροικιέται Τ' ανάποδο κοπάδι του «τσαπ, τσαπ! έι, έι» βαρώντας. Κι' αχολογούν βελάσματα κι' αχολογούν κουδούνια.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δεν είμ’ εγώ στολίδια αντρός να με τρομάξουν κι ούτε λαβωματιές δίνουνε τα σημάδια° φούντες, κουδούνια δε δαγκάνουν δίχως δόρυ, κ’ η νύχτ’ αυτή που λες επάνω στην ασπίδα πως είναι, αστράφτοντας με τ’ ουρανού τ’ αστέρια, μάντης μπορεί με κάποια σημασία να γίνη° γιατί αν η νύχτα του θανάτου πέση επάνω στα μάτια αυτού, που το περήφανο έχει το σημάδι, σωστά και δίκια θεν’ αξίζη τ’ όνομά του κι αυτό πόχει να πάθη ο ίδιος θα μαντέψη.
Κάρα και αμάξια, άμαξες και σούστες, άλογα με μπρούζινα κουδούνια στο λαιμό, άλλα φορτωμένα ξύλα μεγάλα, άλλα γυρίζοντας από τους μύλους φορτωμένα αλέσματα, άλογα της καβάλλας, βώδια και γαϊδουράκια, μουλάρια φορτωμένα κάρβουνα και κοπάδια πρόβατα και γίδια, πλημμύριζαν τους χαρωπούς αυτούς δρόμους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν