United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν όμως έριξε τα ψίχουλα και την τελευταία γουλιά στο πάτωμααφού η γη θέλει πάντα το μικρό της μερίδιο από την τροφή του ανθρώπουτέντωσε λίγο την πλάτη του και τα μάτια του τα κύκλωσαν λαμπερές ρυτίδες. «Λοιπόν, στο ταξίδι ήμασταν όλοι φτωχοδιάβολοι. Πηγαίναμε και πηγαίναμε χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήγαμε, πάντα όμως με την ελπίδα του κέρδους.

Και την αγάπησε πολύ την ξακουσμένη Μάρων Ο Γιάννος ο περίφανος, ο Γιάννος ο λεβέντης, Μ’ όλη τη λαύρα της καρδιάς, σαν που αγαπάει τ’ αυλάκι Κρύο νερό και ξάστερον απάνω του να τρέχη, Σαν που αγαπούνε τη δροσιά της νύχτας τα λουλούδια Και της αυγής τες λαμπερές κι’ ολόχρυσες αχτίδες, Σαν που αγαπούνε τα βουνά τα χιόνια τον χειμώνα, Τα γίδια και τα πρόβατα τον Μάη, το καλοκαίρι, Η θάλασσα τον ουρανόν, ο Απρίλης τα λουλούδια Η ημέρα την ηλιολαμπήν, η νύχτα το σκοτάδι, Τ’ αηδόνια τα πυκνά κλαδιά, κι’ ο αγέρας τον αιθέρα... Κι’ από τον πόνο τον πολύ και την μεγάλη αγάπη Της στέλλει προξενήτρα του μια αρχόντισσα μεγάλη Και δαχτυλίδι ολόχρυσο μ’ ατίμητα πετράδια Και τη ζητάει γυναίκα του και ταίρι της καρδιάς του.

Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα, Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη, Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια, Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε, Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια, Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της... Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες, Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια, Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες, Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία , Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.

Είχε μια σειρά κοραλλιών γύρω από τον μακρύ, κιτρινωπό και ρυτιδιασμένο λαιμό της. Δυο χρυσά σκουλαρίκια κρέμονταν στ’ αυτιά της σαν λαμπερές σταγόνες που δεν έλεγαν να πέσουν. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει, γερνώντας, να βγάλει από πάνω της τα κοσμήματα αυτά της νιότης της. «Η Παναγιά μαζί σου θεια-Ποτόι. Πώς τα περνάτε; Το αγόρι έμεινε εκεί πάνω, αλλά απόψε θα γυρίσει