Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Και θάμα φόρεσε σκουτί που η Αθηνά της τόχε ψιλοδουλέψει και πολλά τούχε βαλμένα ξόμπλια· και με χρυσές το κούμπωσε στα στήθια ομπρός καρφίτσες. 180 Έπειτα τρίπετρα φοράει στ' αφτιά της σκουλαρίκια ροδόχρωμα, π' απ' την πολλή λαμποκοπούσαν χάρη.

Μια δεκάρα για τον καφέ, μια δεκάρα για τον καπνό. Στον καφετζή τον Μπαρμπα-Δημητρό να τα δίνης, να πίνω τον καφέ στην υγειά σου». Ακούς, κύριε έφορα; Του πήγα το δαχτυλίδι της γυναίκας μου, μπριλαντένιο δαχτυλίδι, κ' ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρια. Πεντακόσιες δραχμές μες στο νερό!

— Ο πετεινός κοιμάται ακόμα στην εληά της είπε η μάννα της, στον ουρανό ακόμα βόσκει των άστρων το μελίσσι, κ' είσαι ξυπνή από τώρα, κατσικούλα μου ; Η Μόσκω η Μοσκούλα πηγαίνει κι' ακουμπάει απάνω της. — Γιατί τα σκουλαρίκια του λαιμού σου τρέμουνε τόσο, ρωτά η μάννα της, γιατί μου βελάζεις ανήσυχα Μόσκω Μοσκούλα ;

Φαίνεται δε ότι μου έχουν κλέψη πολλά, αλλοιώτικα που βρήκε τα χρήματα ο Τίβιος και αγόρασε χθες, ως ήκουσα, τόσο μεγάλα παστόψαρα κ' επήρε της γυναίκας του σκουλαρίκια πέντε δραχμών; ω δυστυχία μου, με ληστεύουν. Αλλά και τα σκεύη μου τα πολύτιμα δεν είνε ασφαλισμένα εκεί που τα έχω και είνε τόσα πολλά. Φοβούμαι μήπως κανείς τρυπήση τον τοίχον και τα κλέψη.

Ο ντον Πρέντου άνοιξε τα χοντρά του χείλη για να γελάσει και να πει μια από τις συνηθισμένες του χοντράδες, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα επάνω στην γριά που έτρεμε, κοίταξε το κολιέ και τα σκουλαρίκια που ταλαντεύονταν, και άγγιξε κι εκείνος την χρυσή του καδένα και το πρόσωπό του συννέφιασε, όπως εκείνο το βράδυ που είδε να τρέμει ο ώμος του ανιψιού του.

ΜΥΡΤ. Εκείνο που ήξερες ήτο πολύ λεπτότερον και δεν είχε σμαράγδους. Αυτός μούφερε και αυτά τα σκουλαρίκια και ένα τάπητα, μου έδωκε δε και δύο μνας προ καιρού και μας επλήρωσε το νοίκι, όχι σάνδαλα από τα Πάταρα και τυρί από το Γύθιο και πράσιν' άλογα.

Μπορεί η 'μέρα νύχτα να γενή, μα συ εκείνο που θες· μουλάρι στην επιμονή! Οι ανωτέρωΕυνίκη. Γεμάτη βραχιόλια και δαχτυλίδια. Φορεί περιδέραια και τα σκουλαρίκια της πέφτουνε και απλώνονται στους ώμους. Το χτένισμά της αψηλό σαν τιάρα, γιομάτο κατσαρά πρόσθετα και ολόκληρο το σύνολο είνε πασπαλισμένο από σκόνη ασημένια. Τα μάτια της δείχνουν βαμμένα γύρω με χρώμα γλαυκό. Περπατά σαν φείδι.

Της φαινόταν σαν να τα έχει λίγο χάσει, η δύστυχη, κι έτσι έπαψε να την βασανίζει. Πήρε ένα άλλο μπισκότο και πήγε να το προσφέρει στη θεια- Ποτόι, στη γωνιά της. Μια φωτεινή γραμμή έπεφτε από τη σκεπή του μικρού, ισόγειου δωματίου, φωτίζοντας το κρεβάτι όπου κειτόταν η γριά ντυμένη και με το κολιέ και τα σκουλαρίκια της, άκαμπτη σαν ξύλο, όμοια με λείψανο έτοιμο για θάψιμο.

Είχε μια σειρά κοραλλιών γύρω από τον μακρύ, κιτρινωπό και ρυτιδιασμένο λαιμό της. Δυο χρυσά σκουλαρίκια κρέμονταν στ’ αυτιά της σαν λαμπερές σταγόνες που δεν έλεγαν να πέσουν. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει, γερνώντας, να βγάλει από πάνω της τα κοσμήματα αυτά της νιότης της. «Η Παναγιά μαζί σου θεια-Ποτόι. Πώς τα περνάτε; Το αγόρι έμεινε εκεί πάνω, αλλά απόψε θα γυρίσει

Εκεί σιμά τους χρόνια εννιά πολλά 'φτιανα στολίδια400 θηλύκια, χρυσολούλουδα, γιορντάνια, σκουλαρίκιαμες στη σπηλιά την κουφωτή· και τ' αφρισμένο κύμα με μουρμουρίσματα έτρεχε τριγύρω φουσκωμένο. Μηδ' άλλος τόξερε θεός μηδέ θνητός κανένας, μόνη η Βρυνόμη τόξερε που μ' έσωσε κι' η Θέτη. 405 Αφτή μας ήρθε τώρα εδώ, και να η στιγμή κι' εμένα ότι χρωστώ που μ' έσωσε ναν της πλερώσω τώρα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν