United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο ζαβοπόδης ο ένδοξος απάντησέ του κ' είπε• «Να μη ζητής τούτο απ' εμέ, γεωφόρε Ποσειδώνα• 350 αχρείαις κ' η εγγύησες προς τον αχρείον είναι• εις τους θεούς κατέμπροσθεν πώς θα σε δέσω, αν ίσως ο Άρης φύγη άμα λυθή χωρίς να με πλερώσηΚαι προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας• «Και αν ο Άρης, Ήφαιστε, μας φύγη και αθετήση 355 το χρέος του, θα 'μ' έτοιμος εγώ να σε πλερώσω».

Όχι, εγώ θα ζήσω στον κόσμο, στον κόσμο θα μεγαλώσω, κι από τον κόσμο απομέσα θα τους πλερώσω τους φίλους... Σκουλαρίκι να το κρεμάσουν. ... Έκλεισα τα μάτια μου κι αποκοιμήθηκα. Και στον ύπνο μου είδα παράξενο όνειρο. Βρέθηκα σ' εκκλησιά μέσα. Λαμπάδες, ψαλμωδίες, κόσμος. Κι ως τόσο μια καταχνιά, που όσο κι αν έφεγγε, δεν έβλεπα τίποτις μακριά. Σε ποιο μέρος της εκκλησιάς βρισκόμουνα δεν ήξερα.

ΞΕΝ. Καλέ διαβόντρου γυέ, όντας μύριζεν, κ' ήλεγες ωχ, ωχ, ωχ, ήτανε καλά, και τώρη έ θες να πλερώσης; ΑΝΑΤ. Τα πλερώσω, μα να ξέρω πού πάησε τόσος παράς. ΞΕΝ. — Τ' αυγά ήτανε αφ' της Χίντγιες, το βούτουρο αφ' τη Αμέρικα, ο παστουρμάς αφ' την Περσία, και τα μυρωδικά αφ' το Αμστερδάμ. ΑΝΑΤ. Τώρα κατάλαβαέι ύστερα; ΞΕΝ. Αυτά, να σας χαρώ, κι' ωχ αμάν αμάν.

Και σαν το ρωλόι κτυπήση Μεσημέρι παρά κάτι Θα πλερώσω στο Βερνάρδο τιμιώτατα το νοίκι. Η εν Αθήναις οριστική εγκατάστασις.— «Η Πάπισσα Ιωάννα». Εν τω μεταξύ η κλονισμένη υγεία της μητρός του, ήτις είχε προκαλέση την εξ Ιασίου αναχώρησιν της οικογενείας, επέβαλε και μετάβασιν εις Αίγυπτον.

Η κοπέλλα έλεε πολύ ψιθυριστά: — Δεν έπρεπε ναρθής απόψε... Τι άνθρωπος είσαι!... Δε μπορώ να καταλάβω... Κ' έχεις πολλά εντάλματα; Μια αντρική φωνή αποκρίθηκε σιγαλά κι αυτή: — Τι σε νοιάζει γι αυτά. Πώς δεν έχω. Από πού να τα πλερώσω; συ τα ξέρεις τόρα. Καρτερώ να γεννήσουν τα πρότα, κι απέ. Σάματ' θα φάω γω το δημόσιο...

Και ο Σαϊτονικολής μειδιών έσκυψε και την έκαμε κατακκόκινη με μίαν φράσιν: — Από 'δα ήρχισες να τονε πονής; Έπειτα είπε μεγαλοφώνως, ώστε ν' ακούση και ο Μανώλης: — Ας είνε, για ένα χατήρι ακριβό θα βάλω αργάτη. Ας πλερώσω και πέντε ριάλια μαγάρι.

Σταθήτ' αυτού, γιατί σας δένει το μάγευμα. — Γονζάλε, άγιε και τιμημένε, τα μάτια μου, άμα εχαρήκαν τα δικά σου, χύνουνε δάκρυα φιλικά. — Το μάγευμα διαλύεται γλήγορα και όπως η αυγή παίρνει της νύκτας σκορπίζοντας το σκότος, ομοίως τα λογικά τους γλυκοχαράζοντας ολοένα διώχνουν την τυφλή καταχνιά, που περισκεπάζει τον φωτεινότερο νου τους. — Ω αγαθέ Γονζάλε, ο αληθινός λυτρωτής μου, και ο άδολος φίλος εκείνου, που συνοδεύεις, θα πλερώσω τες ευεργεσίες του περισσά, και με τα λόγια και με τα έργα.

Εκεί σιμά τους χρόνια εννιά πολλά 'φτιανα στολίδια400 θηλύκια, χρυσολούλουδα, γιορντάνια, σκουλαρίκιαμες στη σπηλιά την κουφωτή· και τ' αφρισμένο κύμα με μουρμουρίσματα έτρεχε τριγύρω φουσκωμένο. Μηδ' άλλος τόξερε θεός μηδέ θνητός κανένας, μόνη η Βρυνόμη τόξερε που μ' έσωσε κι' η Θέτη. 405 Αφτή μας ήρθε τώρα εδώ, και να η στιγμή κι' εμένα ότι χρωστώ που μ' έσωσε ναν της πλερώσω τώρα.