Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Με ξέρεις εμένα. Την αλήθεια θα λέω κι' ας με κρεμάσουν. «Η αλήθεια σώσει υμάς». Το πρωί που ήρθε ο κύριος εργοστασιάρχης δε βάσταξα πια. — «Τι νέα, κυρ Νικολάκη, μου λέει. Καλά είσαι; — «Εγώ καλά είμαι, του λέω, μα το εργοστάσιό σου δεν είνε καλά. «Επληθύνθησαν αι ανομίαι». Δεν αρμενίζομε καλά. — «Γιατί; μου κάνει πάλιν σαν απορημένος.

Είνε η μόνη ικανή να κάμη και τον δειλότερον κατάδικον ν' αντικρύση χωρίς φόβον την φούρκαν ή την καρμανιόλαν. — Και εις τι συνίσταται αυτή η εφεύρεσις; ηρώτησα μετά περιεργείας. — Εις το να μη πιστεύη ο κατάδικος ότι πρόκειται να τον κόψουν ή να τον κρεμάσουν. — Τούτο, παρετήρησα, φαίνεται κάπως δύσκολον, όταν έχη έμπροσθέν του την μηχανήν και αφού του υπεσχέθη τον παράδεισον ο παπάς.

Η Ρεσπίνα ηρώτησεν έναν, διά ποίαν αιτίαν τον έφερναν να τον κρεμάσουν και εκείνος της είπε, με το να είχε χρέος και δεν το επλήρωνεν· επειδή και η συνήθεια της πολιτείας ήτον, να κρεμούν εκείνους, που δεν πληρώνουν τα χρέη τους.

Ευθύς που ο Γιαφάρ έδωσε τον λογαριασμόν του Καλίφη διά τα όσα αυτός είχε πράξει, επρόσταξε να κρεμάσουν τον σκληρόν Βεζύρην, και ύστερον να τον τεταρτιάσουν, και να τον ρίξουν να τον φάγουν τα σκυλιά.

Ο έπαρχος ως τόσο του Πραιτωρίου, ο Ευδαίμονας, αρχίζει αμέσως και ξετάζει να βρη τους πρωταίτιους της ταραχής, και βρόντας εφτά, αποκεφαλίζει τους τέσσερεις, και προστάζει να κρεμάσουν τους άλλους τρεις. Ο ένας από τους τρεις αυτούς κρεμάστηκε, οι άλλοι δυο, ένας Πράσινος κ' ένας Κυανός, από λάθος του δήμιου έπεσαν από την κρεμάλα.

Και αφού εδείπνησαν, η Ρεσπίνα εδιηγήθη την ιστορίαν της εις την γραίαν η οποία έμεινε μεγάλως θαυμάζουσα έπειτα επήγαν διά να κοιμηθούν. Την ερχομένην ημέραν η Ρεσπίνα ηθέλησε να υπάγη εις τα λουτρά, την οποίαν την εσυντρόφευσεν η γραία. Και εις την στράταν που επήγαιναν είδαν έναν άνθρωπον νέον με μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν, που επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και πλήθος λαού, που τον εσυντρόφευαν.

Θ' αγριέψουμε το Χαμίτη, και θα μας έρθουνε στο κεφάλι χερότερα. Να σου αποκριθώ μάνι μάνι, πριν έρθουν οι Δεσποτάδες. Πρώτο, που ο φίλος ίσως μήτε ν' αγριέψη δε θα προφτάξη. Δεύτερο, που δε θα ξέρουν ποιόνα να πιάσουν. Α λυσσάξουνε μερικά λυκόπουλα, το πολύ μπορεί να κρεμάσουν την Αγιωσύνη Σου, το πολύ να πειράξουνπόσους να πούμε; Ας πούμε εκατό χιλιάδες.

Γιατί λέγουν, πως όποιος σκοτώση άνθρωπο και δεν σκεφθή να γλύψη από το μαχαίρι του το αίμα, ή θα στοιχειωθή να τον πνίξη καμμιά μέρα, ή θα τον μαρτυρεύη, ως που να τ' ομολογήση και να τον κρεμάσουν. — Νάχης την ευχή μου, παιδάκι μου, μη μου ξεσηκώνης την καρδιά μου περισσότερο. Και, νάχης την ευχή της Παναγίας, μην ανακατώνης αυτά τα πράγματα!

Εγώ είμαι πολλά ευχαριστημένος, μου είπε τότε ο αρχηγός των Αράβων, που έμαθα το ποίος είσαι· είναι πολύς καιρός που ημείς μισούμεν θανατηφόρως τον πατέρα σου, αυτός έκαμε να κρεμάσουν πολλούς από τους συντρόφους μας, που του έπεσαν εις τα χέρια· διά τούτο και εσύ με τον ίδιον τρόπον θέλεις τιμωρηθή.

Πατέρα μου, σαν προσεύκεσαι, λέγε δυο λόγια και για δαύτους. Οι πιότεροί τους πιαστήκανε στο δεσποτάδικο το θρόνο με γάντζους, κι ανεβήκανε με σκοινιά. Μα ας μην τους συνοριζούμαστε και πολύ. Σ' έναν τέτοιον τόπο, που αν τύχη και κανένας ενάρετος, μπορεί να τον κρεμάσουν, ας μην τους γυρεύουμε όλους Άη- Γρηγόρηδες. Μόνο ας παρακαλούμε τον Ύψιστο να μας φυλάη κι από χερότερα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν