United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν τον είδες πώς παραμιλεί πάντα του; με τις νεράιδες μιλεί. — Και τα χέρια του γιάντα τρέμουν ετσά; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Λένε πώς εσκότωσε μια σουρσουράδα. Λένε πως όποιος σκοτώση, λέει, σουρσουράδα τρέμουν ύστερα τα χέρια του σαν την ορά τση. Όταν εχωρίσθησαν, είχε νυκτώσει εντελώς και η Πηγή καλονυκτίζουσα τον Σαϊτονικολήν, έσκυψε με ταχύ κίνημα κ' εφίλησε το χέρι του.

ΙΣΜΗΝΗ Διπλά ν’ ακούς. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Διπλές μας στέκουν συμφορές. ΙΣΜΗΝΗ Αδερφικές τις αδερφές. ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών και τρανή του Οιδίποδα μαύρη Ερινύα, μεγάλη σου η δύναμη. Αι, αι -Αι, αι. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Συμφορές κακοθώρητες. ΙΣΜΗΝΗ Επιστρέφοντας μόφερες. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Για να σκοτώση ήρθε γυρνώντας. ΙΣΜΗΝΗ Και χάνει τη ζωή του ορμώντας. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Την έχασεν αλήθεια αυτός.

Των θεών μαντείες τι εγείνατε; Τον άνθρωπον όπου ο Οιδίπους να μη σκοτώση εξόριστος από τας Θήβας ζούσε μακρυά του, πέθανεν απ’ το γραφτό του κι όχι απ’ το χέρι του παιδιού, καθώς μαντεύαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω αγαπημένη κεφαλή της γυναικός μου, Ιοκάστη, τι με κάλεσες έξω για να ’βγω; ΙΟΚΑΣΤΗ Τον άνδρα τούτον άκουσε και καλά σκέψου, πως ανεμοσκορπίσθηκαν όλ’ οι χρησμοί.

Ενώ εκάθητο λοιπόν την νύκτα, βλέπει έξαφνα τον μεγάλον Κλώσον και ανοίγει σιγά σιγά την θύραν, με τον πέλεκύν του εις το χέρι· έπειτα προχωρεί προς το κρεβάτι, και κτυπά κατακέφαλα την αποθαμένην γραίαν με τον πέλεκυν. — Άλλην μίαν φοράν, λέγει, δεν με κάμνεις μασκαράν. Και έφυγε με την ιδέαν ότι εσκότωσε τον μικρόν Κλώσον. — Τι κακός άνθρωπος! είπεν ο μικρός Κλώσος. Ήθελε να με σκοτώση.

Μια στιγμή τον χώριζε από φρικτό έγκλημα, και μ' άδικη λέξη βούιξε στο στόμα του: — Άτιμη! Μάννα και παιδί πετάχθηκαν από τον βαθύν ύπνο. Ο Γιωργάκης πέταξε από το ζωνάρι του άλλη μαχαίρα κι' οι δυο άντρες βρέθηκαν αντιμέτωποι κι' έτοιμοι να σκοτώση ο ένας τον άλλο, ενώ η Τασιούλαινα έμπηξε τες φωνές και τραβούσε τα μαλλιά της. — Ποιος είσαι συ εδώ μέσα! Φώναξε άγρια άγρια ο ξένος του Γιωργάκη.

Διότι δεν πρόκειται ν' ακούση ευχάριστα λόγια. Εγώ, διά ν' αφήσης τον άγιον βωμόν της θεάς, σε ηπείλησα με τον θάνατον αυτού του παιδιού και σε ηνάγκασα να έλθης εις τα χέρια μου, διά να σε σκοτώσω. Και αυτά μεν μάθε ότι είναι αποφασισμένα δι' εσέ. Ότι όμως αφορά εις αυτό το παιδί θα το αποφασίση η κόρη μου, αν θέλη να το σκοτώση, ή όχι.

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ναι· δεν είναι βαθειά 'σαν πηγάδι, ούτε πλατειά 'σαν εκκλησίας πύλη, αλλά είναι αρκετή, και θα κάμη την δουλειάν της. Αν με γυρεύης αύριον, θα μ' εύρης πα- ραχωμένον. Μ' εδιόρθωσε περίφημα, σου λέγω· 'ς τ' α- ανάθεμα και τα δύο τα σπιτικά σας! Να πάρη η ζάλη! Ένας σκύλος, ένας παληόγατος, ένας ποντικός να με σκοτώση εμένα με μίαν τσουγγρανιάν!

Έμαθα, πως περάσατε από το Μπορντώ· άφησα εκεί τον πιστό το Κακαμπό και τη γριά, που σε λίγο θάρτουνε να με βρούνε. Ο κυβερνήτης του Μπουένος Άυρες μου τα πήρε όλα, αλλά μου μένει η καρδιά σας. Ελάτε, η παρουσία σας θα μου ξαναδώση τη ζωή ή θα με σκοτώση από χαρά. »

ΕΡΜΙΟΝΗ Με άφησες, πατέρα, με άφησες σαν καράβι χωρίς τιμόνι και χωρίς κουπιά εις την θάλασσαν, θα με σκοτώση, θα με σκοτώση ο άνδρας μου. Δεν θα μείνω πια εις αυτό το παλάτι που έκαμα τους γάμους μου. Εις τίνος θεού άγαλμα να πέσω ικέτις; Να πέσω ως δούλη εις τα πόδια της δούλης; Είθε να ήμουν πουλί να επετούσα μακρυά από την Φθιώτιδα.

Γιατί λέγουν, πως όποιος σκοτώση άνθρωπο και δεν σκεφθή να γλύψη από το μαχαίρι του το αίμα, ή θα στοιχειωθή να τον πνίξη καμμιά μέρα, ή θα τον μαρτυρεύη, ως που να τ' ομολογήση και να τον κρεμάσουν. — Νάχης την ευχή μου, παιδάκι μου, μη μου ξεσηκώνης την καρδιά μου περισσότερο. Και, νάχης την ευχή της Παναγίας, μην ανακατώνης αυτά τα πράγματα!