United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ σ' εγέννησα, κ' εγώ είχα καθήκον πάλι να σ' αναθρέψω, κύριον στο σπίτι να σε κάμω, αλλ' όχι και προς χάριν σου να χάσω τη ζωή μου. Αυτό καμμιά συνήθεια του τόπου δεν το λέει κι' ούτε απ' τον πατέρα μου το έμαθα ως νόμον. Αν εγεννήθης ευτυχής ή δυστυχής, δικό σου είναι γραφτό, από εμάς ό,τι ήτανε να πάρης το πήρες.

Θεός να φυλάγη τον κόσμο από την κακή την ώρα! Ποιος ηξεύρει πόσαις ώραις επάλαιψε με τον θάνατο! Μα βλέπεις δεν ήτανε γραφτό του. Το άλογο ευρέθηκε σκοτωμένο, κ' εκείνος εγλύτωσε. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Κ' έτσι που εγλύτωσε, πάλε δόξα σοι ο Θεός! Τρεις ημέραις δεν ήξευρε πού ήτανε. Σαν ήλθε κομμάτι στον εαυτό του, εκατάλαβε πως ευρίσκεται σ' ένα μύλο.

Άλλα δέκα, άλλα είκοσι χρόνια θα ζούσε ο μακαρίτης, έλεγε η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, αν δεν τουρχότανε το ξαφνικό. Ακούστε, που σας λέω! Απ' όσα του ήτανε γραφτό να ζήση, άλλα τόσα! Μα ο Χάρος που του μαγείρεψε το μαντζούνι, του το πήρε, βλέπεις, απ' το στόμα του. Δεν αξιώθηκε να χαρή το μαύρο πουκάμισο ο παληόγερος. Θεέ μου, συχώρεσέ μου...

Τη γλώσσα που και τα συστατικά έχει, και γραφτό της είναι να δώση το υλικό για τη φιλολογία την εθνική. Να σου πω τώρα και κάτι στ' αυτί πρι να σηκωθούμε. Να είχαμε καιρό, και να μη φοβούμουν τα γερατειά, θα σ' έπαιρνα μαζί μου ως το Παρίσι. Εκεί θα σανέβαζα σ' ένα σπίτι, στου Ταξιάρχη τη συνοικία. Θα μπαίναμε, και θα βλέπαμε τοίχους από βιβλία ολοτρόγυρα.

Των θεών μαντείες τι εγείνατε; Τον άνθρωπον όπου ο Οιδίπους να μη σκοτώση εξόριστος από τας Θήβας ζούσε μακρυά του, πέθανεν απ’ το γραφτό του κι όχι απ’ το χέρι του παιδιού, καθώς μαντεύαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω αγαπημένη κεφαλή της γυναικός μου, Ιοκάστη, τι με κάλεσες έξω για να ’βγω; ΙΟΚΑΣΤΗ Τον άνδρα τούτον άκουσε και καλά σκέψου, πως ανεμοσκορπίσθηκαν όλ’ οι χρησμοί.

Αν είταν αληθινός, ή τουλάχιστο γνωστικός Τούρκος, η τρέλλα του θάπερνε τούρκικο δρόμο, θα πήγαινε αντίκρυ στο Μιναρέ, και θάλεγε, «Γραφτό σου είναι, Μιναρέ μου, να πέσης, ας γείνη του Προφήτη το θέλημαΜα ο Μεχμέτης ανησυχά, βασανίζεται, τα σίδερα τρώει, που θα πέση ο Μιναρές. Και τρέχει, κι όλο τρέχει να τονε γλυτώση. Όλο πάει να πέση, κι όλο τονε γλυτώνει. Ρωμιός πρέπει να είναι, του κάκου!

Και πώς το κατές τουλόγου σου πως τσ' είνε γραφτό ναποθάνη; — Ο γιατρός τώπε. Μα κι ολοφάνερο 'νε πως έχει χτικιό κιαπ' αυτό το πάθος δε γλυτόνει άθρωπος. — Μα σα θέλει ο Θεός; — Δε λέω, σα θέλει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος... — Αι; σου λέω κεγώ πως ο Θεός δε θέλει ναποθάνη το Βαγγελιό. Εμένα μου τώπε... — Ποιος σου τώπε; — Εγώ κατέω ποιος μου τώπε. — Δε μου το λες κεμένα να το μάθω;

Λέγουν πως τοιμάστηκε τότες να ξανακάμη το κατόρθωμα του Ξενοφώντα με τους Μύριους, κι αυτό σα να μας δείχνη πως και στους πολέμους κατά τα βιβλία πήγαινε. Δεν είταν όμως γραφτό του. Μια μέρα, εκεί που του χτυπούσαν οι Πέρσοι την πισοφυλακή του, όντας και μεγάλη ζέστη, καβαλλικεύει δίχως την αρματωσιά του και τρέχει στη μάχη. Τούρχεται μια κονταριά στην κοιλιά, κι αυτό είταν το τέλος του.

Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα παιδάκι μου . . . απ' το σαστισμό μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τάπαθα. Έτσι νάχης πολύ καλό, Μαρουσώ μου . . . Δεν κυττάζεις κρυφά, κρυφά απ' το παντζούρι εκείνο; . . . να ιδής αν είναι ο Κυριάκος κάτω ή έχει τραβήξει; Η Μαρουσώ ήλθε προς το υποδειχθέν παράθυρον, κ' εκύτταξε κατά τον δρόμον. Είτα επιστραφείσα είπεν·

Εγώ πλέον δεν αντιλέγω τίποτε, ώστε φέρε με όπου θέλεις. Χωρίς άλλο πρέπει να δεχθώ με υπομονήν το γραφτό, το οποίον ως μοίρα θα μου διαγράψης συ, όταν θα με εξελέγχης. Σε ειδοποιώ όμως ότι δεν θα ημπορέσω να σε χρησιμεύσω περισσότερον από ό,τι με επρότεινες. Σωκράτης. Αλλά και τόσον είναι αρκετόν.